15.7 C
Athens

Ο Αλέξης Τσίπρας στην Ιθάκη: Αυτοδικαίωση χωρίς Πλήρη Ευθύνη

Must read

του Κυριάκου Περιστέρη

Η Ιθάκη αποτελεί μια μεγάλης κλίμακας απόπειρα προσωπικού και πολιτικού
αναστοχασμού του Αλέξη Τσίπρα, αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί –και αναπόφευκτα–
ως εργαλείο επανατοποθέτησης της δημόσιας εικόνας του. Στο επίπεδο των
προθέσεων, το βιβλίο επιδιώκει να θεμελιώσει ένα προσωπικό αφήγημα που θα
λειτουργήσει ως γέφυρα επιστροφής: ο Τσίπρας παρουσιάζεται ως ηγέτης που
δοκιμάστηκε, έμαθε, «πλήρωσε το τίμημα», αλλά τελικά δικαιώθηκε ιστορικά,
έχοντας οδηγήσει τη χώρα εκτός μνημονίων και εντός της Ευρωζώνης. Φιλοδοξεί να
προδιαγράψει την ιστορική μνήμη μεταφέροντας το κέντρο βάρους από τις
συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές στον συναισθηματικό κόσμο του συγγραφέα, στις
προσωπικές δοκιμασίες, στις εσωτερικές συγκρούσεις και στα βάρη της εξουσίας.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακά αντίστροφο του επιδιωκόμενου στόχου: η
Ιθάκη δεν ενισχύει πειστικά την πολιτική επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα· αντίθετα
αναδεικνύει με σαφήνεια τα όρια, τις αντιφάσεις και τις ευθύνες της ηγεσίας του,
λειτουργώντας περισσότερο ως αρχείο αντιφάσεων παρά ως εργαλείο
μετασχηματισμού.

Κεντρικός άξονας αυτής της αντιστροφής είναι ο τρόπος διαχείρισης της ευθύνης. Το
βιβλίο επιδιώκει να μετατρέψει την πολιτική ευθύνη σε αφηγηματική μεταβλητή: η
αποτυχία, οι αστοχίες, οι στρατηγικές επιλογές παρουσιάζονται συχνά ως προϊόν
συγκυριών, «αυταπατών», λάθος συνεργατών, εχθρικών συσχετισμών και διεθνών
πιέσεων. Ο Τσίπρας μιλά για «αυταπάτες» χωρίς όμως να αποδέχεται ότι αυτές οι
αυταπάτες δεν ήταν απλώς ψυχικές καταστάσεις ενός περιβάλλοντος, αλλά
ενσωματώθηκαν σε συγκεκριμένες στρατηγικές επιλογές: στην ανεδαφικότητα του
προγράμματος της Θεσσαλονίκης, στην έλλειψη ρεαλιστικού θεσμικού σχεδίου για
τη διαπραγμάτευση, στην προκήρυξη δημοψηφίσματος χωρίς βιώσιμο Plan B, στη
συνειδητή επιλογή συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, στη ρήξη με τη μεσαία τάξη μέσω
φορολογικής και ασφαλιστικής πολιτικής, στις θεσμικές αστοχίες της περιόδου της
διακυβέρνησής του. Αντί αυτές οι επιλογές να παρουσιαστούν ως συνεκτικό σύνολο
ηγετικών αποφάσεων, διαχέονται σε ένα πλέγμα αναπόφευκτων συγκρούσεων, λαθών
άλλων και εξωτερικών πιέσεων, ώστε η πραγματική αυτοκριτική να υποκαθίσταται
από μια συμβολική απολογία.

Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο συγκροτεί μια ιδιότυπη «πολιτική πινακοθήκη»
προσώπων που πλαισίωσαν τον Τσίπρα: από τον Γιάνη Βαρουφάκη, τη Ζωή
Κωνσταντοπούλου και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, μέχρι τον Νίκο Παππά, τον Παύλο
Πολάκη, τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, την «Ομπρέλα» και, στη συνέχεια, τον Στέφανο
Κασσελάκη. Ο Βαρουφάκης εμφανίζεται να αντιμετώπισε τη διαπραγμάτευση του
πρώτου εξαμήνου του 2015 ως πεδίο εφαρμογής θεωριών παιγνίων και
«επιστημονικών πειραμάτων». Η κριτική αυτή είναι εύστοχη ως προς την
ακαταλληλότητα των σχεδιασμών, αλλά η αφήγηση αποφεύγει να αναμετρηθεί με το
ουσιώδες: ότι ήταν ο ίδιος ο Τσίπρας που τον επέλεξε για το κρισιμότερο υπουργείο,
γνωρίζοντας τον δημόσιο λόγο, το προφίλ της «λογικής σύγκρουσης» και του
θεωρητικού πειραματισμού, τον κάλυψε πολιτικά όσο η διαπραγμάτευση
εκτροχιαζόταν και μόνο εκ των υστέρων παίρνει αποστάσεις.

Αντίστοιχα, η Ζωή Κωνσταντοπούλου παρουσιάζεται ως παράδειγμα ναρκισσισμού
και αυτοκαταστροφικής αδιαλλαξίας: μια πρόεδρος της Βουλής που, κατά τον
Τσίπρα, μετέτρεψε τον θεσμικό της ρόλο σε σκηνή θεαματικής αντίστασης, με
συνεδριάσεις που ξεκινούσαν τα μεσάνυχτα, επίμονες διαδικαστικές παρεμβάσεις και
επιλογές που υπονόμευαν την κυβερνητική στρατηγική χωρίς να προσφέρουν
εφαρμόσιμη εναλλακτική. Κι εδώ, όμως, παραλείπεται η κεντρική διάσταση ευθύνης:
ο Τσίπρας επέλεξε συνειδητά να τη χρίσει πρόεδρο της Βουλής, ώστε να
σηματοδοτήσει «ανανέωση» και «μαχητικότητα». Το γεγονός ότι αργότερα
παρουσιάζεται ως «λάθος πρόσωπο σε λάθος θέση» δεν αναιρεί ότι ο διορισμός της
ήταν προϊόν δικής του απόφασης.

Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης και οι «οπαδοί της εξόδου από το ευρώ» περιγράφονται
ως εσωκομματική απειλή που εκμεταλλεύτηκε τη θεσμική θέση για να παρεμποδίσει
τη γραμμή μετά τη συμφωνία με τους δανειστές. Ωστόσο, ο Λαφαζάνης δεν ήταν
εξωτερικός παράγοντας· ήταν κορυφαίο στέλεχος κυβέρνησης και κόμματος,
επικεφαλής τάσης με διαχρονικά γνωστή ρητορική ρήξης. Η απόφαση να του
ανατεθεί κυβερνητικός ρόλος και να παραμείνει στον πυρήνα της ηγεσίας
εντασσόταν στην προσπάθεια διατήρησης της εσωκομματικής συνοχής – άρα και
πάλι σε συνειδητή πρωθυπουργική επιλογή. Η ευθύνη, λοιπόν επεκτείνεται στον
τρόπο με τον οποίο επιλέχθηκαν, εντάχθηκαν και καλύφθηκαν.

Στο επίπεδο των κυβερνητικών συμμαχιών, η συνεργασία με τον Πάνο Καμμένο και
τους ΑΝΕΛ αποτελεί εμβληματική περίπτωση. Στην Ιθάκη, ο Καμμένος
παρουσιάζεται ως θεσμικά συνεπής και πιστός εταίρος: ζητά μόνο το υπουργείο
Άμυνας, δεν επιβάλλει όρους.Η κριτική στο πρόσωπό του περιορίζεται στο ύφος και
τις υπερβολές, όχι στις δομικές αντιφάσεις μιας σύμπραξης Αριστεράς–εθνικιστικής
Δεξιάς. Η επιλογή, όμως, αυτής της συνεργασίας –η αποδοχή μιας ταύτισης στη
γραμμή «μνημόνιο–αντιμνημόνιο» που άμβλυνε την ιδεολογική διαφορά Αριστεράς
και Δεξιάς– ήταν απόφαση του πρώην πρωθυπουργού Στο βιβλίο, η συνεργασία
περιγράφεται σχεδόν ως φυσικό επακόλουθο συγκυριακών συμπτώσεων, αλλά
πολιτικά αποτελεί συνειδητή υπέρβαση της παραδοσιακής ταυτότητας της Αριστεράς
με σημαντικό κόστος αξιοπιστίας.

Η ίδια λογική μετατόπισης της ευθύνης εμφανίζεται στις σχέσεις με στενούς
συνεργάτες. Ο Νίκος Παππάς παρουσιάζεται να χειρίστηκε με «επιπολαιότητα» το
ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών προκαλώντας βαριά πολιτική και θεσμική πληγή.
Αντίστοιχα, ο Παύλος Πολάκης εμφανίζεται ως «ατίθασος» και «απείθαρχος» με
πολιτικές παρεκτροπές και γενικευμένη τοξικότητα. Ο Τσίπρας παραδέχεται ότι
σκέφτηκε τη διαγραφή του, αλλά τελικά επικράτησε η λογική της προσωπικής πίστης
και της σχέσης με ένα κομμάτι της κομματικής βάσης Εδώ γίνεται φανερό ότι η
ηγεσία επέλεξε συνειδητά να θυσιάσει θεσμική συνέπεια και εικόνα μετριοπάθειας
στον βωμό εσωτερικών ισορροπιών.

Η εσωκομματική διαδρομή μετά το 2019 αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τα όρια της
ηγετικής διαχείρισης. Η «Ομπρέλα» παρουσιάζεται ως τάση ιστορικών στελεχών που
αντιστάθηκαν στον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε μαζικό, ανοιχτό κόμμα,
τροφοδοτώντας εικόνα εσωστρέφειας και εσωτερικής σύγκρουσης. Αντιπαρατίθεται
σε ένα άλλο μπλοκ στελεχών με σκληρά αντιδεξιά, «λαϊκή» και συχνά τοξική
ρητορική. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται εγκλωβισμένος ανάμεσα σε μια ελιτίστικη,
τεχνοκρατική γλώσσα και έναν επιθετικό, απλουστευτικό αντιδεξιό λόγο, χωρίς συνεκτική στρατηγική. Η σύγκρουση αυτή περιγράφεται ως εξωτερικό βάρος πάνω
στην ηγεσία, παραλείποντας να αναλύσει πώς ο ίδιος σχεδίασε και ανέχθηκε για
χρόνια αυτές τις διαιρέσεις ως εργαλείο ισορροπίας. Η κορύφωση έρχεται με τη
διαδικασία διαδοχής: η άρνηση της Έφης Αχτσιόγλου και του Αλέξη Χαρίτση να
αναλάβουν την ηγεσία ερμηνεύεται ως δισταγμός μπροστά σε ένα καμένο πεδίο, ενώ
η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη εμφανίζεται ως «κωμικοτραγικό» σύμπτωμα
μιας βάσης σε απόγνωση, που καταφεύγει σε έναν «απ’ έξω» σωτήρα. Όμως το
γεγονός ότι το κόμμα έφτασε να μην διαθέτει πειστικό, συλλογικά αναγνωρισμένο
διάδοχο δεν είναι τυχαίο: είναι προϊόν μιας ηγεσίας που δεν καλλιέργησε οργανωμένα
δεύτερη και τρίτη γενιά στελεχών.

Στον αντίποδα αυτών των επικριτικών πορτρέτων, ξεχωρίζει η ιδιαίτερα θετική
αποτίμηση του Προκόπη Παυλόπουλου. Ο Τσίπρας τον παρουσιάζει ως υπόδειγμα
θεσμικού συνομιλητή, από την κρίση του 2008 μέχρι τις διαπραγματεύσεις του 2015,
υπογραμμίζοντας την εμπιστοσύνη, τη νηφαλιότητα και τη θεσμική του κουλτούρα.
Μέσω αυτής της επιλογής, ο πρώην πρωθυπουργός ενισχύει την εικόνα του ως
υπεύθυνου και θεσμικού ηγέτη, που δεν μένει κλεισμένος σε κομματικά στεγανά
αλλά αναζητά πρόσωπα με ευρύτερη αποδοχή. Ωστόσο, ακόμη και η επιλογή
Παυλόπουλου εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ σε
ρόλο συστημικής δύναμης, στρατηγική για την οποία ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει ο
ενορχιστρωτής

Στο επίπεδο της κυβερνητικής στρατηγικής, η Ιθάκη επιδιώκει να αποκαταστήσει τη
μεγάλη αφήγηση του 2015: πρόγραμμα Θεσσαλονίκης, σκληρή διαπραγμάτευση,
δημοψήφισμα, στροφή στον συμβιβασμό, έξοδος από τα μνημόνια. Ο Τσίπρας
υποστηρίζει ότι αυτός ο κύκλος ήταν ο μόνος δυνατός δρόμος: εκείνος τόλμησε εκεί
που οι προηγούμενοι υπαναχώρησαν, έθεσε ταυτοτικά ερωτήματα στην Ευρώπη,
υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση.Το δημοψήφισμα παρουσιάζεται ως εργαλείο
ενίσχυσης της διαπραγματευτικής θέσης εντός της Ευρωζώνης, ποτέ ως έμπρακτη
διακινδύνευση της παραμονής της χώρας στο ευρώ. Η αυτοκριτική περιορίζεται στην
αναγνώριση «αυταπατών», όχι στο ότι αυτές μεταφράστηκαν σε πολιτικές πράξεις με
βαρύ κοινωνικό και θεσμικό κόστος.

Η ευρωπαϊκή διάσταση του βιβλίου παραμένει, έτσι, ελλειμματική. Αν και επιχειρεί
να προσδώσει στην εμπειρία του 2015 χαρακτήρα συμβολής στη συζήτηση για την
ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση, δεν καταφέρνει να παραγάγει συνεκτικό
θεωρητικό μοντέλο ή στρατηγικό υπόδειγμα για τη διεθνή Αριστερά. Αντί για
δομημένο αφήγημα πολιτικής και θεσμικής μάθησης, προσφέρει την προσωπική
διαδρομή του πρωθυπουργού, χωρίς επαρκές θεωρητικό βάθος και χωρίς
συστηματικές εξηγήσεις για τα όρια της οικονομικής κυριαρχίας εντός της
Ευρωζώνης.

Ίδιας υφής είναι η αποτίμηση της κοινωνικής και πολιτικής επίδρασης της
διακυβέρνησης, ιδίως στη μεσαία τάξη. Αναγνωρίζεται ότι η κατάργηση του ΕΚΑΣ,
οι ασφαλιστικές εισφορές, οι φόροι και οι χειρισμοί στις υποθέσεις των τηλεοπτικών
αδειών και της Novartis δημιούργησαν δυσαρέσκεια. Ωστόσο, επιρρίπτονται ευθύνες
στην αντιπολίτευση η οποία αξιοποίησε αυτή τη δυσαρέσκεια για να συγκροτήσει
ένα μακροχρόνιο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Αυτό που σπανίως αναγνωρίζεται είναι ότι η
συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική λόγου συνέβαλε στην δημιουργία και εδραίωση αυτού του μετώπου. Η Ιθάκη δεν αντιμετωπίζει ευθέως την πιθανότητα το αντι-
ΣΥΡΙΖΑ μπλοκ να ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοπροκαλούμενο φαινόμενο.

Τα κενά της αφήγησης είναι εξίσου αποκαλυπτικά με όσα λέγονται. Η διαχείριση της
τραγωδίας στο Μάτι, οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα λίγο πριν τις εκλογές του
2019, η πλήρης θεσμική αποτίμηση της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, η βαθύτερη
ανάλυση της σχέσης με τη μεσαία τάξη παραμένουν είτε περιθωριακά είτε
αποσιωπημένα. Ένα πολιτικό απομνημόνευμα που φιλοδοξεί να επανιδρύσει την
εικόνα του ηγέτη οφείλει να κλείσει ερμηνευτικά τα μεγάλα ανοίγματα της μνήμης· η
Ιθάκη αντιθέτως ανακυκλώνει τα εκκρεμή ερωτήματα. Το 2015 παραμένει
ερμηνευτικά ημιτελές, το δημοψήφισμα δεν εντάσσεται σε σαφές πολιτικό πλαίσιο, η
κρίση εμπιστοσύνης σε θεσμούς και κόμμα δεν αποτιμάται μέχρι τέλους.

Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας αυτοπαρουσιάζεται ως ηγέτης που κινήθηκε περισσότερο
με το συναίσθημα και την «ηθική της πεποίθησης» παρά με την «ηθική της ευθύνης».
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, επιβεβαιώνει ότι η αυτοκριτική του σταματά εκεί όπου θα
χρειαζόταν να αγγίξει τον πυρήνα των στρατηγικών του αποφάσεων.

Η Ιθάκη προσφέρεται ως πολύτιμο υλικό καθώς δείχνει πώς ένα κόμμα διαμαρτυρίας
μετατρέπεται σε κόμμα εξουσίας, πώς δοκιμάζεται όταν συναντά τα όρια της
οικονομικής κυριαρχίας στην Ευρωζώνη, πώς φθείρεται όταν η εσωτερική του
δυναμική, οι προσωπικές στρατηγικές και οι θεσμικές του ανεπάρκειες δεν
συμβαδίζουν με τις κοινωνικές προσδοκίες. Ως εργαλείο προσωπικού rebranding,
όμως, το βιβλίο αποτυγχάνει να παραγάγει τη «νέα ταυτότητα» ,προδήλως, επιδιώκει.
. Αντί να εμφανίζει έναν Τσίπρα που έχει ενσωματώσει πλήρως τα όρια και τα λάθη
του, παρουσιάζει έναν ηγέτη εγκλωβισμένο σε κύκλο εξηγήσεων που μεταθέτουν
διαρκώς την ευθύνη αλλού, ενώ ο ίδιος διεκδικεί ιστορική δικαίωση χωρίς να
μοιράζεται μέχρι τέλους το βάρος των επιλογών του.

Ο Κυριάκος Περιστέρης είναι Πολιτικός Επιστήμων-Politicalthoughts.gr

- Advertisement -spot_img

More articles

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

- Advertisement -spot_img

Latest article