10.8 C
Athens

Άννα Μούζεβαλντ στο e-peiraias.gr: «Η γραφή είναι ένας τρόπος να προσεγγίζω τον κόσμο και τον εαυτό μου»

Must read

Σύνοψη από e-peiraias:
  • Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της μυθιστορήματος «Παγιδευμένοι στις παρυφές του χρόνου» από τις Εκδόσεις Πηγή, το e-peiraias.gr συνομιλεί με τη συγγραφέα Άννα Μούζεβαλντ.
  • Ένα βιβλίο μυστηρίου και φαντασίας, που κινείται ανάμεσα στον χρόνο, τη μνήμη και την εσωτερική αναζήτηση, ανοίγοντας ερωτήματα για την ταυτότητα και την αλήθεια.
  • Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η συγγραφέας μιλά για την ιστορία του βιβλίου, τους ήρωές της, αλλά και για τη διαδρομή της από τον κόσμο των παιδικών βιβλίων στη λογοτεχνία ενηλίκων.

Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της μυθιστορήματος «Παγιδευμένοι στις παρυφές του χρόνου» από τις Εκδόσεις Πηγή, το e-peiraias.gr συνομιλεί με τη συγγραφέα Άννα Μούζεβαλντ. Ένα βιβλίο μυστηρίου και φαντασίας, που κινείται ανάμεσα στον χρόνο, τη μνήμη και την εσωτερική αναζήτηση, ανοίγοντας ερωτήματα για την ταυτότητα και την αλήθεια. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η συγγραφέας μιλά για την ιστορία του βιβλίου, τους ήρωές της, αλλά και για τη διαδρομή της από τον κόσμο των παιδικών βιβλίων στη λογοτεχνία ενηλίκων.

Συνέντευξη με τη συγγραφέα Άννα Μούζεβαλντ

  1. Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε αρχικά στη γραφή; Υπήρξε κάποια στιγμή που νιώσατε ότι «αυτό θέλω να κάνω»;

Δεν ήταν μια ξαφνική απόφαση, αλλά μια διαδικασία που ωρίμασε αθόρυβα τα πρώτα χρόνια που ήρθα στην Γερμανία. Μια ανάγκη που εμφανίστηκε πολύ πριν καταλάβω, αν μπορώ να γράψω ή όχι.

Πολλές σκέψεις και νέα συναισθήματα άρχισαν να μην χωρούν στην καθημερινή γλώσσα, και ζητούσαν έναν άλλον τρόπο έκφρασης. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι αυτό που πραγματικά ήθελα, ήταν να δώσω μορφή στις μικρές στιγμές που μας αλλάζουν.

Έτσι οι σκέψεις, που δεν μπορούσα να εκφράσω προφορικά, άρχισαν να βρίσκουν τον δρόμο τους στο χαρτί με έναν τρόπο σχεδόν απελευθερωτικό.Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ  ότι η γραφή δεν είναι απλώς μια δραστηριότητα, αλλά ένας διαφορετικός τρόπος  να προσεγγίζω τον κόσμο και τον εαυτό μου. Με κάθε μικρή ιστορία που έγραφα, ένιωθα ότι είχα βρει έναν τρόπο και έναν χώρο, όπου μπορούσα να σκεφτώ πιο καθαρά, και να μετασχηματίσω εμπειρίες και ακούσματα σε κάτι δημιουργικό.

 

  1. Πώς είναι για εσάς η διαδικασία της συγγραφής; Έχετε ρουτίνες ή γράφετε πιο αυθόρμητα;

Δυστυχώς λόγω φόρτου εργασίας δεν έχω πάντα τον ελεύθερο χρόνο, που θα ήθελα, για να γράφω. Υπάρχουν όμως μέρες, που η έμπνευση εμφανίζεται απρόσμενα και τότε απλώς την ακολουθώ χωρίς κανόνες.

Θα έλεγα λοιπόν ότι δεν έχω μια βάση ρουτίνας, αλλά προσπαθώ, όσο είναι δυνατόν να βρίσκω χώρο για το απρόβλεπτο, γιατί  εκεί κρύβονται συχνά οι πιο αληθινές φράσεις, αφού η έμπνευση δεν υπακούει σε προγράμματα.

Η διαδικασία της συγγραφής για μένα είναι ένα συνεχές πέρασμα ανάμεσα στην πειθαρχία και τον αυθορμητισμό. Προσπαθώ, λοιπόν, στο μέτρο του δυνατού, να κρατάω τον ρυθμό της αφήγησης και να μην αφήνω την ιστορία να «κρυώνει».

 

  1. Τι σας φορτίζει θετικά στην καθημερινότητά σας και σας δίνει έμπνευση;

Για μένα η έμπνευση δεν έρχεται συνήθως από κάτι εντυπωσιακό, μπορεί να προκύψει από οτιδήποτε, από μια εικόνα, μια φράση, ένα βλέμμα. Συχνά, μικρές καθημερινές στιγμές κρύβουν μέσα τους κάτι που με αγγίζει και πυροδοτεί τη σκέψη μου.  Για μένα όμως, η μεγαλύτερη έμπνευση έρχεται από τα συναισθήματα που δεν εκφράζονται εύκολα με λόγια. Με επηρεάζουν επίσης οι άνθρωποι γύρω μου: οι ιστορίες τους, οι φόβοι και οι αντοχές τους.

Η ανθρώπινη εμπειρία, ακόμη και στις πιο σιωπηλές εκδοχές της, είναι για μένα μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης.

Και φυσικά, η φύση και η ηρεμία που προσφέρει. Ένα περπάτημα, ένας ανοιχτός ορίζοντας, μπορεί να αλλάξει αμέσως τον τρόπο που σκέφτομαι.

 

  1. Ποια βιβλία ή συγγραφείς θεωρείτε ότι σας έχουν επηρεάσει περισσότερο στο ύφος και στην οπτική σας;

Οι συγγραφείς, που με έχουν επηρεάσει περισσότερο, είναι εκείνοι από τους οποίους έμαθα, πώς μπορεί να λειτουργήσει η αφήγηση σε βάθος. Θαυμάζω συγγραφείς που καταφέρνουν να χτίσουν κόσμους με βάθος, και “κρύβουν” μέσα στις ιστορίες τους διαχρονικές αλήθειες.

Ονόματα όπως ο Όργουελ, ο Φρανς Κάφκα, ο Φίλιπ Πούλμαν, ο Ουμπέρτο Έκο, ο Μίχαελ Έντε ή ακόμα και κλασικοί Έλληνες λογοτέχνες με έχουν επηρεάσει με τον τρόπο που προσεγγίζουν τη γλώσσα και την αφήγηση.

Αλλά, ο Όμηρος για μένα έχει μια ξεχωριστή θέση. Όχι μόνο για το μέγεθος του έργου του, αλλά για την ικανότητά του να συνδυάζει το ανθρώπινο με το μυθικό, το προσωπικό με το συλλογικό. Αυτό το βλέμμα, η επιμονή στην εσωτερική πορεία του ανθρώπου μέσα από τις δοκιμασίες, είναι κάτι που με έχει επηρεάσει βαθιά. Θα έλεγα πως αυτό που με γοητεύει στον Όμηρο δεν είναι μόνο τα έπη του, αλλά ο τρόπος που αναζητά την ανθρώπινη αλήθεια μέσα από τους μύθους.

Αλλά όταν γράφω μια ιστορία, προσπαθώ να αφήνω τη δική μου φωνή να κυριαρχεί. Νομίζω πως ο κάθε συγγραφέας, ακόμα και όταν κουβαλά τις επιρροές του, τελικά φιλτράρει όσα τον έχουν σημαδέψει μέσα από τις δικές του εμπειρίες και τον δικό του τρόπο σκέψης. Άλλωστε, το ζητούμενο είναι με την βοήθεια όσων μάς ενέπνευσαν, να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα.

 

 

  1. Τι είναι αυτό που σας εμπνέει στις ιστορίες φαντασίας και στις πιο μεταφυσικές θεματολογίες;

Αυτό που με εμπνέει στις ιστορίες φαντασίας και στις πιο μεταφυσικές θεματολογίες δεν είναι τόσο το «παράξενο» ή το εντυπωσιακό, αλλά το τι μπορούν να αποκαλύψουν για την ανθρώπινη εμπειρία.

Η φαντασία λειτουργεί σαν ένας καθρέφτης που μεγεθύνει όσα συχνά περνούν απαρατήρητα στην πραγματικότητα.

Μέσα από το μεταφυσικό στοιχείο μπορώ να εξερευνήσω βαθύτερες αλήθειες χωρίς να περιορίζομαι από τον ρεαλισμό.

Με γοητεύει επίσης, το πώς το φανταστικό μπορεί να συνυπάρξει με το οικείο.

Όταν το υπερβατικό αγγίζει την καθημερινότητα, δημιουργείται ένας ενδιάμεσος χώρος όπου οι χαρακτήρες δοκιμάζονται, αλλά και αποκαλύπτονται.

Σε αυτόν τον χώρο γεννιούνται συχνά οι πιο δυνατές ιστορίες,  όχι επειδή είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν, αλλά επειδή είναι βαθιά ανθρώπινες.

Χρησιμοποιώ συχνά τη φαντασία και το μεταφυσικό γιατί μου δίνουν τη δυνατότητα να θέσω ερωτήματα χωρίς να χρειάζεται να δώσω άμεσες απαντήσεις. Να ανοίξω πόρτες και όχι να τις κλείσω.

Και αυτό, σαν διαδικασία, παραμένει για μένα πηγή αστείρευτης έμπνευσης.

 

 

  1. Πώς διαχειρίζεστε τα «κενά» της δημιουργικότητας; Υπάρχει κάποιο κόλπο που σας επαναφέρει στη ροή;

Τα «κενά» της δημιουργικότητας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας.

Δεν τα φοβάμαι πια όπως παλιότερα, γιατί έχω καταλάβει ότι δεν σημαίνουν έλλειψη έμπνευσης, αλλά ανάγκη για παύση.

Συνήθως, όταν νιώθω ότι η ροή της ιστορίας σταματά, δεν προσπαθώ να πιέσω τον εαυτό μου. Κάνω ένα βήμα πίσω και αφήνω τον νου μου να καθαρίσει και να αλλάξω εντελώς την σκέψη μου.

Πολύ συχνά η λύση στο πρόβλημά μου εμφανίζεται όταν σταματάω να την κυνηγώ.

Επειδή πάντα συνηθίζω να κρατάω σημειώσεις, όχι απαραίτητα ολοκληρωμένες σκέψεις, αλλά λέξεις, εικόνες, ή συναισθήματα, όταν κολλάω, επιστρέφω σε αυτές και συχνά βρίσκω ένα νήμα που με ξαναβάζει στη ροή.

Πιστεύω ότι, η δημιουργικότητα δεν είναι μία  συνεχής γραμμή, και τα κενά μπορούν να γίνονται απλώς μέρος της γραφής.

 

  1. Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερη πρόκληση στο να γράφεις μυθοπλασία σήμερα;

Η αλήθεια είναι ότι, ζούμε σε μια εποχή όπου ο αναγνώστης βομβαρδίζεται καθημερινά με ιστορίες πραγματικές, φανταστικές, οπτικές, ψηφιακές. Μέσα σε αυτό τον θόρυβο, το δύσκολο δεν είναι απλώς να γράψεις μια καλή ιστορία, αλλά να γράψεις μια ιστορία που να έχει λόγο ύπαρξης.

Η μεγάλη πρόκληση είναι η ειλικρίνεια. Να τολμήσει η ιστορία να πάει πέρα από τις συμβάσεις, να μην λέει αυτό που «περιμένει» ο αναγνώστης, αλλά αυτό που χρειάζεται η ιστορία. Αυτό απαιτεί ευθύνη, συνέπεια και αρκετή εσωτερική εργασία.

Δυστυχώς, η ταχύτητα της εποχής μας δεν βοηθάει πολύ. Η μυθοπλασία χρειάζεται χρόνο, βάθος, βύθισμα στον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων. Σε έναν κόσμο που απαιτεί διαρκή παραγωγή και άμεση ανταπόκριση, αυτό μοιάζει συχνά κόντρα στο ρεύμα.

Αλλά ίσως ακριβώς γι’ αυτό η μυθοπλασία  σήμερα παραμένει τόσο σημαντική, γιατί προσφέρει εκείνον τον χώρο και τον χρόνο, που λείπει από την καθημερινότητά μας.

 

  1. Αν μπορούσατε να δώσετε μία συμβουλή σε έναν νέο συγγραφέα που ξεκινά τώρα, ποια θα ήταν;

Αν είχα να δώσω μόνο μία συμβουλή σε έναν νέο συγγραφέα, θα ήταν να καλλιεργήσει την ειλικρίνεια στη γραφή του. Όχι την τεχνική τελειότητα, γιατί αυτή έρχεται με τον χρόνο, αλλά την αλήθεια.Να τολμά να γράφει αυτό που τον συγκινεί πραγματικά, όχι αυτό που νομίζει ότι «πρέπει» να γράψει.

Η γραφή θέλει υπομονή, επιμονή και πολύ διάβασμα. Αλλά πάνω απ’ όλα θέλει διάθεση να ακούς τους ανθρώπους, τον κόσμο γύρω σου, και τον εαυτό σου. Αν μάθεις να ακούς, η ιστορία θα βρει από μόνη της τον δρόμο της.

Και κάτι ακόμη: να μην φοβάται τα λάθη. Κάθε λάθος κείμενο, κάθε αδιέξοδο, κάθε πρόχειρη παράγραφος είναι ένα βήμα προς μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού του ως συγγραφέα. Η πρόοδος δεν φαίνεται καθημερινά, αλλά χτίζεται αθόρυβα.

Και πάνω απ’ όλα: να μην απογοητεύεται αν οι αναγνώστες προτιμούν διαφορετικά είδη. Η συγγραφή είναι ένας μακρύς δρόμος∙ η αναγνώριση μπορεί να αργήσει, αλλά η χαρά της δημιουργίας είναι το μεγαλύτερο κέρδος.

 

 

  • Για το νέο σας βιβλίο «Παγιδευμένοι στις παρυφές του χρόνου»

 

  1. Τι σας ενέπνευσε να γράψετε αυτή τη συγκεκριμένη ιστορία; Πώς γεννήθηκε ο κόσμος του βιβλίου;

Η ιστορία γεννήθηκε από τα ερωτήματα: πόσο εύκολο είναι να μάθει ο άνθρωπος να συμφιλιώνεται με το ακατανόητο και το διαφορετικό;  Και,  είναι σωστή ή όχι η αίσθηση, ότι κάποιες στιγμές από το παρελθόν μένουν παγιδευμένες μέσα μας και συνεχίζουν να επηρεάζουν το παρόν μας;

Ο κόσμος του βιβλίου δεν σχεδιάστηκε εξαρχής, αλλά χτίστηκε σταδιακά γύρω από μικρούς πυρήνες συναισθημάτων, όπως ο πόνος της Ηλέκτρας λόγω απώλειας, οι δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις που βίωνε ο Πάουλ και πάνω απ΄όλα η δύναμη που χρειάστηκε η Έμμα για να φέρει σε πέρας το δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο έργο, που της ανατέθηκε.

Καθώς προχωρούσε η ιστορία, δημιουργήθηκε σταδιακά ένας χώρος που δεν είναι ούτε αυστηρά ρεαλιστικός ούτε καθαρά φανταστικός. Το παλάτι του Neuschwanstein έγινε μια ενδιάμεση περιοχή όπου το πραγματικό και το φανταστικό καθόλη τη διάρκεια συνομιλούσαν.

Στον κόσμο του βιβλίου ο χρόνος δεν είναι ευθύγραμμος, αλλά λειτουργεί σαν καθρέφτης που αντανακλά όσα οι πρωταγωνιστές της ιστορίας κουβαλούν μέσα τους. Κάθε κεφάλαιο γεννούσε το επόμενο, και ο κόσμος άρχισε να αποκτά δικούς του νόμους, δικό του ρυθμό, δική του ατμόσφαιρα.

Θα έλεγα λοιπόν ότι η ιστορία δεν «εφευρέθηκε», αλλά αποκαλύφθηκε λίγο λίγο, σαν να υπήρχε ήδη κάπου, ξεχασμένη στο χρόνο και περίμενε απλώς να της δοθεί φωνή.

 

  1. Η Έμμα, η πρωταγωνίστρια, ζει μια έντονη διαδρομή αυτογνωσίας. Τι θέλατε να εξερευνήσετε μέσα από τον χαρακτήρα της;

Μέσα από την Έμμα ήθελα να εξερευνήσω, τι σημαίνει να ανακαλύπτει κάποιος, ποιος πραγματικά είναι.

Η Έμμα δεν είναι μια ηρωίδα που ξεκινά έχοντας από την αρχή όλες τις απαντήσεις. Αντίθετα, εντελώς αναπάντεχα, βρίσκεται σε μια στιγμή εσωτερικής κατάρρευσης, όπου όσα θεωρούσε δεδομένα παύουν να ισχύουν. Το σημείο εκείνο γίνεται η αφετηρία της δικής της διαδρομής αυτογνωσίας.

Η Έμμα μου έδωσε την ευκαιρία να αγγίξω θέματα όπως η ενοχή, η ανάγκη για επαναπροσδιορισμό και —πάνω απ’ όλα— η δυνατότητα να σταθεί κάποιος  ξανά απέναντι στη ζωή, ακόμη κι όταν όλα μοιάζουν θολά. Ήθελα να δείξω ότι η αυτογνωσία δεν είναι μια γραμμική διαδικασία, αλλά μια πορεία γεμάτη αντιφάσεις: προχωράς, σταματάς, επιστρέφεις, δοκιμάζεις ξανά.

Μέσα από τα μάτια της Έμμας, ήθελα επίσης να φωτίσω το πώς η εσωτερική μας αλήθεια μπορεί να αναδυθεί μέσα από τις πιο δύσκολες εμπειρίες. Η πορεία της δεν είναι μια αναζήτηση απαντήσεων, αλλά μια προσπάθεια να αντέξει όσα βλέπει και να τα μετατρέψει σε δύναμη.

Και αυτό, για μένα, ήταν το πιο ουσιαστικό κομμάτι αυτού του χαρακτήρα: η ευθραυστότητά της που γίνεται σταδιακά αντοχή.

 

  1. Το στοιχείο του χρόνου είναι κεντρικό στο μυθιστόρημα. Πώς προσεγγίσατε αυτή την αφηγηματική ιδέα;

Ο χρόνος στο μυθιστόρημα δεν αντιμετωπίζεται ως μηχανική μονάδα μέτρησης, αλλά περισσότερο σαν εσωτερική εμπειρία. Από την αρχή με ενδιέφερε να δω πώς ο χρόνος «νιώθεται» και όχι πώς μετριέται.

Το πέρασμα του χρόνου, αν και για την αθάνατη Έμμα δεν έχει καμμία ιδιαίτερη σημασία, το διακρίνει βλέποντας τα βάναυσα χνάρια, που αφήνει με σκληρότητα πάνω στο πρόσωπο και το σώμα του Φράνς.

Η αφήγηση, λοιπόν, ακολουθεί αυτή τη ρευστότητα. Δεν υπάρχει ένας σταθερός, γραμμικός χρόνος∙ υπάρχουν στρώματα μνήμης των ηρώων, όπως η μνήμη του Μπάστιαν, θραύσματα μνήμης, όπως η κατακερματισμένη μνήμη του Σβάνχολντ, επιστροφές, και στιγμές που φωτίζονται ξαφνικά.

Ο χρόνος λειτουργεί σαν ένας ζωντανός οργανισμός που αλληλεπιδρά με τους χαρακτήρες. Στην ουσία, ο χρόνος στο βιβλίο είναι ένας ακόμη ήρωας.

Με ενδιέφερε επίσης η ιδέα ότι ο χρόνος μπορεί να γίνει μέσο συμφιλίωσης, όχι επειδή γιατρεύει τα πάντα, αλλά επειδή μας δίνει την απόσταση να δούμε τα πράγματα πιο καθαρά.

Αυτή η σχέση ανάμεσα στο προσωπικό βίωμα και στη χρονική απόσταση ήταν το κέντρο της αφηγηματικής μου προσέγγισης.

 

  1. Υπάρχει κάποιο μήνυμα ή συναίσθημα που θα θέλατε να «πάρει μαζί του» ο αναγνώστης όταν κλείσει το βιβλίο;

Αν υπάρχει κάτι που θα ήθελα να μείνει στον αναγνώστη όταν κλείσει το βιβλίο, είναι η αίσθηση ότι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές υπάρχει χώρος και χρόνος για μεταμόρφωση. Ότι ο πόνος, η απώλεια ή η σύγχυση δεν αποτελούν το τέλος μιας πορείας, αλλά συχνά την αρχή μιας πιο αληθινής σχέσης με τον εαυτό μας.

Θα ήθελα επίσης να μείνει η κατανόηση, πως η ανθρώπινη ευθραυστότητα δεν είναι αδυναμία.

Αν ο αναγνώστης νιώσει, έστω και για λίγο, ότι κανένας δεν είναι μόνος μέσα στα δικά του προβλήματα και αν στο τέλος μείνει η αίσθηση ότι κάποιος άλλος έχει διανύσει έναν παρόμοιο δρόμο και τον καταλαβαίνει, τότε το βιβλίο θα έχει πετύχει τον σκοπό του.

 

  1. Ποιο σημείο της ιστορίας σάς δυσκόλεψε περισσότερο στη γραφή;

Το σημείο της ιστορίας που με δυσκόλεψε περισσότερο, ήταν στο πρώτο κεφάλαιο, εκεί όπου η Έμμα έρχεται αντιμέτωπη όχι με τα γεγονότα, αλλά με την γνώση και τον ίδιο της τον εσωτερικό κόσμο. Όταν αντιλαμβάνεται, ότι πρέπει να περάσει από την παθητική εμπειρία της άγνοιας στην συνειδητή κατανόηση του  δύσκολου έργου που της ανατέθηκε.

Η περιγραφική αφήγηση είναι πάντα πιο εύκολη∙ τα γεγονότα μπορούν να οργανωθούν, να δομηθούν, να περιγραφούν. Αυτό όμως που χρειάζεται αληθινή προσοχή, είναι η στιγμή που ο χαρακτήρας πρέπει να σταθεί απέναντι στις πιο ευάλωτες πλευρές του.

Ήθελα αυτή η μετάβαση να γίνει χωρίς υπερβολές, χωρίς δραματικότητα, αλλά με τη λεπτή ένταση που έχει η προσωπική αλήθεια.

Επίσης στη γραφή της ιστορίας δυσκολεύτηκα να βρω τον σωστό τόνο, να μην είναι υπερβολικά λυρικό, αλλά ούτε ψυχρά αναλυτικό, γιατί η συνοχή της αφήγησης είναι ίσως το πιο λεπτό και απαιτητικό κομμάτι της γραφής.

 

  1. Αν η ιστορία είχε συνέχεια ή παράλληλη αφήγηση, τι θα θέλατε να εξερευνήσετε περαιτέρω;

Παράλληλη αφήγηση έχω ήδη χρησιμοποιήσει στην ιστορία των «παγιδευμένων» θέλοντας να δω την ιστορία άλλοτε από την ματιά της Έμμας και άλλοτε εκείνης του Πάουλ.  Η παράλληλη αφήγηση έχει αυτή τη δύναμη: φωτίζει τις κρυφές πλευρές της ιστορίας και αναδεικνύει ότι η αλήθεια δεν είναι ποτέ μία.

Αν η ιστορία είχε συνέχεια, θα με ενδιέφερε μάθω, πως οι κάτοικοι του κάστρου θα αποφάσιζαν να πορευτούν στο μέλλον. Θα με γοήτευε, επίσης, να δω την πορεία ενός δευτερεύοντα χαρακτήρα και πώς βίωσε τα ίδια γεγονότα από μια εντελώς διαφορετική οπτική. Αν υπήρχε συνέχεια, ίσως θα ήθελα να εμβαθύνω ακόμη περισσότερο στον τρόπο που η αλήθεια και η γνώση θα επηρεάζε τους ανθρώπους  του κάστρου .

Σε κάθε περίπτωση, το πιο γόνιμο έδαφος για μια νέα ιστορία θα ήταν η εξέλιξη της ζωής της Έμμας έξω από το κάστρο.

 

Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας.

Κι εγώ σας ευχαριστώ θερμά για την φιλοξενεία.

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πηγή το νέο μυθιστόρημα της Άννας Μούζεβαλντ με τίτλο «Παγιδευμένοι στις παρυφές του χρόνου», ένα έργο που συνδυάζει το μυστήριο, τη φαντασία και την ψυχολογική ένταση, οδηγώντας τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι όπου τα όρια του χρόνου και της μνήμης μοιάζουν ρευστά.

Η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από την Έμμα, μια νεαρή γυναίκα που ζει και εργάζεται ως βοηθός κουζίνας στο θρυλικό κάστρο Νοϊσβανστάιν, έναν χώρο φορτισμένο από ιστορία, αυστηρούς κανόνες και σκιές που δεν ανήκουν μόνο στο παρελθόν. Η καθημερινότητά της είναι προβλέψιμη, σχεδόν μηχανική, μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται ο Πάουλ, ένας μυστηριώδης επισκέπτης που κρατά ένα παλιό βιβλίο και δείχνει να γνωρίζει την Έμμα καλύτερα απ’ όσο θα έπρεπε.

Από εκείνη τη συνάντηση και μετά, η πραγματικότητα αρχίζει να μετατοπίζεται. Η Έμμα ακούει ψιθύρους που δεν υπάρχουν, θυμάται γεγονότα που δεν έζησε ποτέ και νιώθει πως η μνήμη της ανήκει σε μια άλλη εποχή. Ο χρόνος παύει να λειτουργεί όπως τον γνωρίζουμε και η ιστορία ξεδιπλώνεται σε έναν κόσμο «εκτός χρόνου», όπου το όνειρο και η πραγματικότητα συνυπάρχουν επικίνδυνα.

Το μυθιστόρημα θέτει ερωτήματα χωρίς εύκολες απαντήσεις: Τι κρύβει το βιβλίο που φέρνει ο Πάουλ; Ποιος είναι πραγματικά; Και πόσα κομμάτια της αλήθειας μπορεί να αντέξει κάποιος που την είχε ξεχάσει; Μέσα από παράλληλους κόσμους, θαμμένα μυστικά και υπαρξιακές αναζητήσεις, η Άννα Μούζεβαλντ χτίζει ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα φαντασίας, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως ταξίδι αυτογνωσίας και εσωτερικής αναμέτρησης.

📽️ Το book trailer του βιβλίου είναι διαθέσιμο στο YouTube:
https://www.youtube.com/watch?v=hyrJkD4PrfI

Σύντομο βιογραφικό της συγγραφέως

Η Anna Musewald (Άννα Μούζεβαλντ) γεννήθηκε στην Ελλάδα και από το 1998 ζει μόνιμα στο Μόναχο της Γερμανίας, όπου εργάζεται ως οικονομικός και φορολογικός σύμβουλος. Παράλληλα, αφιερώνει μεγάλο μέρος του χρόνου της στη λογοτεχνία και στον κόσμο του φανταστικού, τόσο ως αναγνώστρια όσο και ως συγγραφέας.

Ξεκίνησε τη συγγραφική της πορεία με παιδικά βιβλία. Στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί τα έργα της:

  • «Στην αναζήτηση της χαμένης ομορφιάς» (εκδ. Πατάκη, 2003)

  • «Ο φύλακας της Ερμίν» (εκδ. Κέδρος, 2008)

  • «Τα πράσινα και κίτρινα πιόνια» (εκδ. Πηγή, 2024)

Τα τελευταία χρόνια στρέφεται και στη λογοτεχνία ενηλίκων, παραμένοντας όμως σταθερά προσανατολισμένη στο στοιχείο της φαντασίας και της υπαρξιακής αναζήτησης.

- Advertisement -spot_img

More articles

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

- Advertisement -spot_img

Latest article