Γράφει ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης
Η φετινή επέτειος της 25ης Μαρτίου αποτελεί ορόσημο για τη χώρα μας καθώς
συμπληρώνει διακόσια χρόνια ελευθερίας από τον τουρκικό ζυγό. Διακόσια χρόνια που η
ελληνική κοινωνία και η πολιτεία παλεύουν να αποκοπούν από τις παθογένειες των
τετρακοσίων χρόνων σκλαβιάς, καθώς αποτελεί κοινό συμπέρασμα πως τα κατοχικά αυτά
χρόνια δεν άφησαν κάποιο θετικό αποτύπωμα, παρά μόνο φαύλη νοοτροπία με το
αλισβερίσι και τη διαφθορά, την εχθρότητα προς το κράτος, μηδενικές υποδομές από την
οθωμανική κατοχή και πολιτιστική-εκπαιδευτική παρακμή.
Την ίδια ώρα στη γείτονα χώρα συμβαίνουν για ακόμα μια φορά αρνητικές εξελίξεις στο
εσωτερικό της. Ο «σουλτάνος» Ερντογάν αποφάσισε να αποσύρει την Τουρκία από το
σύμφωνο της Κωνσταντινούπολης. Τι σημαίνει αυτό με λίγα λόγια; Νομιμοποιεί τη βία κατά
των γυναικών στη χώρα του με επίσημο τρόπο. Σε μια χώρα που όλο και ολισθαίνει προς
τον αυταρχισμό, η απόφαση αυτή απομακρύνει κι άλλο την Τουρκία από τον δυτικό κόσμο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Τουρκία έχουμε τη δολοφονία 1 τουλάχιστον γυναίκας
ημερησίως καθώς και αναρίθμητα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας να βρίσκονται στην
ημερήσια διάταξη και να αντιμετωπίζονται σχεδόν ως φυσιολογικά.
Αν στα παραπάνω συνυπολογίσουμε την κρίση της τουρκικής λίρας που μετά από (ακόμα
μία) αποπομπή κεντρικού τραπεζίτη από τον Ερντογάν, η οποία έχασε το 10% της αξίας της
μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, με την οικονομική κρίση να μαστίζει την Τουρκία, είναι σαφές
ότι η φτώχεια και τα προβλήματα της καθημερινότητας θα οξύνουν και άλλο τη βία κατά
των γυναικών. Ουσιαστικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι ένας τρόπος να διοχετευτεί
και νομιμοποιηθεί η ενδοοικογενειακή βία ώστε να «απορροφά» τη δυσαρέσκεια και την
οργή εντός των σπιτιών παρά έξω, στις πλατείες και στις διαμαρτυρίες για παράδειγμα. Σε
κάθε περίπτωση ο Τούρκος πρόεδρος διάλεξε πλευρά, εκείνη της βίας.
Την ίδια στιγμή, η αυταρχική και αντιδημοκρατική στάση του Ερντογάν έκανε την εμφάνισή
της και στο θέμα του ηγέτη του Κουρδικού Κόμματος (HDP) Σελαχατίν Ντεμιρτάς ο οποίος
αντιμετωπίζει ποινή κάθειρξης 3,5 ετών για προσβολή (!) κατά του προσώπου του Τούρκου
προέδρου.
Όλα τα παραπάνω συμβάντα των τελευταίων ημερών μόνο προβληματισμό πρέπει να
δημιουργούν τόσο στην Ελληνική πολιτεία, όσο και στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Η
καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία αγγίζουν πλέον βαθμό
εξωφρενικό και δεν είναι δυνατόν να μπαίνουν στο ζύγι της πολιτικής διαπραγμάτευσης με
τα όποια οικονομικά συμφέροντα που έχουν οι χώρες της δύσης στην Τουρκία. Αλλιώς για
ποια Δύση ομιλούμε όταν δεν είναι σε θέση να προβάλλει τις αρχές της στις διεθνείς
σχέσεις και πόσο μάλλον στο ζήτημα της Τουρκίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως έχουμε δίπλα μας μια βραδυφλεγή βόμβα σε επίπεδο
στρατιωτικό, πολιτικό και κοινωνικό και το μόνο σίγουρο είναι αυτή η κατάσταση δε θα
αντιμετωπιστεί με κάποιες μεσοβέζικες εκθέσεις όπως του επιτρόπου της ΕΕ κ. Μπορέλ που
προβλέπει «καρότο και μαστίγιο». Άλλωστε, η Τουρκία έχει αποδείξει πως ξέρει να παίρνει
αυτά που θέλει στο διαπραγματευτικό πεδίο, την ώρα που δε συμμορφώνεται ούτε με το
διεθνές δίκαιο της θάλασσας, ούτε με τον καταστατικό χάρτη των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων αλλά ούτε με δημοσιονομικούς και οικονομικούς κανόνες.
Σίγουρα η οπτική που διατύπωσε κατά την προεκλογική περίοδο των ΗΠΑ ο πρόεδρος
Μπάιντεν, ότι πρέπει να υποστηριχτεί η αντιπολίτευση στην Τουρκία βρίσκεται σε μια πιο
ρεαλιστική και δυναμική οπτική σε σχέση τουλάχιστον με τη φοβική στάση των Ευρωπαίων.
Μια Ευρώπη που επειδή δυσκολεύτηκε να απορροφήσει τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες
από τη Συρία, τους έδωσε ως διαπραγματευτικό χαρτί στο ανατολίτικο παζάρι που στήνει
συνεχώς η Τουρκία. Μια τυχόν ωστόσο, αντιμετώπιση του Ερντογάν έμμεσα στο εσωτερικό
του με την ενίσχυση ενός αντιπολιτευτικού πόλου εξουσίας πρέπει να περιέχει όρους και
δικλείδες ασφαλείας καθώς εύκολα στο μέλλον μπορεί να αναπαραχθεί κάποιος νέος
«Κεμαλιστής Ερντογάν» καθώς οι πολιτικές διαφορές στην τουρκική πολιτική σκηνή
περιέχουν πολύ μικρά και διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα των ευρωπαϊκών
χωρών. Σύμμαχος σε αυτή την πολιτική θα μπορούσε να είναι η νέα γενιά στην Τουρκία που
δείχνει μια τάση σύγκλισης με τη δημοκρατική Δύση, οι μειονότητες που υποφέρουν καθώς
και πολλοί Τούρκοι πολίτες που διώκονται με κάθε ευκαιρία ως αντικαθεστωτικοί.
Η Ελλάδα αν θέλει να συνεχίσει να έχει μια ολοκληρωμένη έννοια εθνικής κυριαρχίας
πρέπει να επιμείνει και να εντείνει τις προσπάθειες της προς τις κατευθύνσεις που οι
κυβερνήσεις της τα τελευταία χρόνια εργάζονται περισσότερο: την αύξηση της αμυντικήςαποτρεπτικής της ισχύος, τη δημιουργία συμμαχιών στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου αλλά
και την ανάδειξη των αντιδημοκρατικών αποφάσεων του Ερντογάν που καταλύουν το
κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ακόμα, πρέπει να αξιοποιήσει όποια
εχθρική ενέργεια πιθανόν κάνει η Τουρκία στο μέλλον για να προωθήσει στην ευρωπαϊκή
ατζέντα ένα αίτημα που δεν προβάλλεται κακώς από την ελληνική κυβέρνηση: το εμπάργκο
όπλων από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια πρόταση που προώθησε με θέρμη στο
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο ευρωβουλευτής Νίκος Ανδρουλάκης, και κακώς η ελληνική
κυβέρνηση δεν έπαιξε αυτό το χαρτί με δυναμικό τρόπο.
Η απομάκρυνση της Τουρκίας σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο από τη Δύση είναι
αντικειμενικά μια αρνητική εξέλιξη, η οποία όμως μπορεί να γίνει ένα δυνατό χαρτί στο
πολιτικό και διαπραγματευτικό οπλοστάσιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που δε
μπορεί να απωλέσει καθώς ο κίνδυνος να μετατραπεί η Τουρκία σε ένα αυταρχικό ισλαμικό
καθεστώς «Ιρανικού τύπου» είναι πλέον πιο ορατός από ποτέ.