Ιούλιος του 2010, έχει τελειώσει ο τελικός του Μουντιάλ και ετοιμάζω βαλίτσες για επιστροφή στην Αθήνα. Στην καθιερωμένη στάση για την πρωινή εφημερίδα, σύσσωμος ο τύπος επιβεβαιώνει ότι περίπου ακουγόταν όλο τον χειμώνα. Ο Σπανούλης, στον Ολυμπιακό, ο Σπανούλης στα κόκκινα, ο Σπανούλης υπέγραψε στο λιμάνι του, ο Βασίλης με το 7 και πολλά άλλα πιασάρικα για τον τύπο που έμελλε να αλλάξει την μοίρα του μπάσκετ. Σαν είδηση φαινόταν απίστευτη, δημιουργούσε προσδοκίες και ενθουσιασμό, αλλά αυτόματα έμπαινε και ένα φρένο γιατί μέχρι τότε οι Αδερφοί Αγγελόπουλοι είχαν ξοδέψει εκατοντάδες εκατομμύρια για να φέρουν ότι καλύτερο για να ξανακάνουν τον Ολυμπιακό πρώτο και καλύτερο. Δεν τα κατάφεραν όμως, κάπου συνεχώς σκόνταφταν, είτε στον μεγάλο αντίπαλο, είτε σε ασύμμετρες καταστάσεις. Τι διαφορετικό όμως είχε ο Σπανούλης; Τι θα μπορούσε να καταφέρει σε μια εποχή που το μπάσκετ είχε αλλάξει ολοκληρωτικά και η αρχή τους ενός σταματούσε στην δύναμη και την ταχύτητα του συνόλου;
Ξεκίνημα με το αριστερό
Η πρώτη χρονιά ήταν φτωχή με απολογισμό μόνο ένα κύπελλο Ελλάδος, με τον αιώνιο αντίπαλο την ίδια χρονιά να σηκώνει την Ευρωλίγκα. Οι Κασσάνδρες που μιλούσαν για λάθος επιλογή, για μια σύντομη παρένθεση θεωρούσαν ότι ο Βασίλης άμεσα θα πνέει τα λοίσθια στον Ολυμπιακό και μετανιωμένος θα έψαχνε τον επόμενο προορισμό. Σε αυτό φυσικά εξαρχής υποβοηθούσε και ένας μηχανισμός λάσπης, παραπληροφόρησης, παραεπικοινωνίας που δούλευε για την αποδόμηση ενός θρύλου του Ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Ο Βασίλης και η παρέα του…
Το καλοκαίρι του ’11 ξεκινά απροσδόκητα, οι διοικητικοί ηγέτες δηλώνουν αηδιασμένοι και προχωρούν τη διαδικασία της αποχώρησης. Μέχρι να αλλάξουν απόφαση η ομάδα έχει αδειάσει από τα μεγάλα ονόματα και ο Ντούσαν Ίβκοβιτς ξεκινά μαζί με τον Βασίλης και μια χούφτα παιδαρέλια. Το εγχείρημα ξεκινά με συγγενείς και φίλους στο Φαληρικό στάδιο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το παιχνίδι με την Μπιλμπάο του Φώτη Κατσίκη, όπου μεταξύ 1000 βία 1500 ηρωικών φιλάθλων (τι θυμάμαι τώρα!!) τον Βασίλη να δίνει μια ανεπανάληπτη παράσταση από τις πολλές που πρόσφερε για να μπει ο Ολυμπιακός τελικά από το μάτι της βελόνας στο Τοπ 16. Ο Βασίλης και οι άλλοι (χωρίς καμία διάθεση μείωσης στα υπόλοιπα παιδιά που έγιναν σημαντικοί στην πορεία) με μέχρι τότε με θύματα του την Καντού του Τρινκιέρι, την Ταουγκρές του Τελέτοβιτς και την ισχυρή από τότε Φενέρ-Ούλκερ.
Ο διακόπτης γύρισε οριστικά.
Οι μεγάλες στιγμές ξεκίνησαν, όλα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται ανέκδοτα αλλά ήταν οι πιο γερές βάσεις για εκείνα που ήρθαν, για εκείνα που κάθε φορά που συνέβησαν πιστεύαμε ότι ζούμε στο πιο βαθύ όνειρο. Νύχτες μαγικές και ονειρεμένες, γεμάτες από μπόλικες αισθήσεις και παραισθήσεις, ακόμα και εκείνες που η ομάδα φαινόταν πεσμένη, έβλεπες αυτόν τον τύπο με το 7 στην πλάτη και πίστευες ότι όλα γυρίζουν. Τι να πρωτοθυμηθώ, τη σειρά με τη Σιένα, τις σειρές με την Εφές, τη σειρά με την Ρεάλ, η σειρά με την Μπαρτσελόνα. Τότε που το ΣΕΦ έμπαινε στη μηχανή του χρόνου και θύμισε εκείνο το καμίνι από τα βαθιά 90ς, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη φυσικά. Η άρνηση της ήττας χτιζόταν κάθε λεπτό, κάθε αγωνιστική, με οποιοδήποτε αντίπαλο, σε κάθε έδρα της Ευρώπης. Ο Βασίλης και τα παιδιά του δίδασκαν αγάπη παράλληλα με τα κατορθώματα τους, δημιουργούσαν πρότυπα και άλλαξαν την πεπατημένη που ακολουθούσαν οι μεγάλοι σύλλογοι της εποχής.
Ποιος, ποιος, ποιος άλλος, ο Σπανούλης ο θεός.
Η χρυσή δεκαετία γραφόταν κάθε χρόνο, μέσα από τίτλους, μέσα από τελικούς, μέσα από νίκες. Η ασίστ στον Πρίντεζη για το έπος της πόλης, τα 5 τρίποντα στο Λονδίνο, η ισοπέδωση της ΤΣΣΚΑ σε κάθε ημιτελικό. Όλα αυτά είχαν έναν κοινό παρονομαστή, τον τύπο που μας θύμισε τον Γκάλη σε εκείνο το απίστευτο καλάθι μπροστά στον Τόμιτς λίγο πριν έρθει η βόμβα από τον Άγιο Γεώργιο τον Πρίντεζη στη σειρά με την Μπάρτσα το 2015. Παίζαμε με τα θηρία και γράψαμε στο τέλος μας έκανε να πιστεύουμε ότι θα τα καταφέρουμε. Αυτός ήταν ο Βασίλης.
Και τώρα οι δύο τους.
Στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν αλλιώς, βλέπεις τα κόζια ήταν διαφορετικά, ποτέ άλλωστε δεν δέχτηκαν ότι ο Σπανούλης θα πετύχει στον Ολυμπιακό, θα ξεπεράσει τον εαυτό του και θα γίνει θρύλος. Οι αποφάσεις δεν είχαν τα ίδια μέτρα και τα ίδια σταθμά, αλλά ο Βασίλης πολέμησε, δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, όλους τους γνώστες της στατιστικής που κρατούσαν σημειώσεις μετά από κάθε ματς με τον αντίπαλο. Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε, η δικαίωση είναι νομοτελειακή άλλωστε για τον Βασίλη. Εκείνα τα δύο βράδια στο ΟΑΚΑ κάποιοι σίγουρα έχασαν, το δρόμο της επιστροφής, κάποιοι τον ύπνο τους και κάποιοι άλλοι τη γη κάτω από τα πόδια τους. Το τέλος του Δημήτρη, το υπέγραψε ο Βασίλης, με το δικό του μοναδικό του τρόπο και ο τεράστιος Διαμαντίδης υποκλίθηκε στον θρύλο Σπανούλη. Οι επιτυχίες στην Ελλάδα φυσικά ήταν δυσανάλογες με εκείνες της Ευρώπης, μη ρωτήσετε, δεν θα σας πουν ποτέ το γιατί. Όλα είναι νόμιμα και ηθικά εδώ στην Ελλάδα. Μη στεναχωριέστε, ο Βασίλης το ξεπέρασε και αυτό το εμπόδιο μέσα από ένα μακρύ ταξίδι 11 χρόνων.
Ο Βασίλης ήταν ένα παιδί που ονειρεύτηκε να παίξει μπάσκετ. Μόνο που στα όνειρά του μας πήρες μαζί σου, με τις χαρές, τις λύπες, τον αγώνα σου, το πείσμα και την επιμονή σου. Δεν ξέρω αν μπορώ προσωπικά να διαχειριστώ την απώλεια, όταν θα σταθώ ξανά να δω τον αγαπημένο μου Ολυμπιακό, άλλωστε εσύ μας έδωσες την αίσθηση ότι δεν θα σταματήσεις ποτέ, εμείς δεν κάναμε τίποτα περισσότερο από το να πιστέψουμε ότι δεν θα ξυπνήσουμε από αυτό το όνειρο.
Ο παγκόσμιος αθλητισμός προχωρά σε δηλώσεις και σε παραδοχές. Από τον Τζόκοβιτς μέχρι τον Ντόνσιτς, από τον Καμπάτσο έως τον Γιουλ, τον Ρούντι, τον Διαμαντίδη, τον Παπαλουκά, τον Πέδρο Μαρτινς, τον Βαγγέλη Μαρινάκη, την πολιτική ηγεσία και φυσικά του ανθρώπους που έκαναν την μεγάλη κίνηση να τον δέσουν στο Λιμάνι του, τους αδερφούς Αγγελόπουλους. Εμείς ήδη από χθες έχουμε δει ήδη αμέτρητες φορές τα κατορθώματα σου μέσα από το διαδίκτυο.
Ευχαριστούμε για όσα μας χάρισες Θρύλε του μπάσκετ, Βασίλη Σπανούλη.
Γράφει ο Ιωάννης Μπουλέρος