O Κυριάκος Μητσοτάκης με τρεις αναφορές του στις τρεις ομιλίες του στην Βουλή και με τη συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ αποσαφήνισε μια και καλή χωρίς κανένα απολύτως περιθώριο παρερμηνειών όλα όσα συζητούνταν για πρόωρες εκλογές. Εκλογολογία λοιπόν τέλος. Όσο και αν κάποιοι λένε «κάτσε να δούμε τι θα γίνει στην πράξη» γνωρίζουν καλά ότι ο πρωθυπουργός έλεγε από την αρχή ότι θα γίνουν εκλογές την Άνοιξη του 2023 και αυτό ξεκαθάρισε με τον πιο κάθετο τρόπο δημιουργώντας μάλλον αμηχανία σε ποικίλα ακροατήρια.
Με την κίνησή του αυτή δεν έδειξε απλά τη θεσμική προσήλωσή του, αλλά ανέδειξε και μια άλλη αντίληψη πολιτικής από αυτήν που έχουμε συνηθίσει. Δηλαδή των ταχυδακτυλουργών πολιτικών που λένε και ξελένε. Όσων χρησιμοποιούν την κήρυξη των πρόωρων εκλογών για να ξεφύγουν από τα δύσκολα, ένα όπλο από μια φαρέτρα που διαθέτουν Πρωθυπουργοί σε χώρες με υστέρηση ως προς τον πολιτικό πολιτισμό.
Στις σοβαρές χώρες η τετραετία είναι τετραετία και σ’ αυτή συμπεριλαμβάνονται τόσο οι καλές περίοδοι, όσο και εκείνες των κρίσεων και των υψηλών κινδύνων. Άρα ο Κ. Μητσοτάκης αύξησε το πολιτικό του κεφάλαιο και ως προς τη θεσμικότητα και ως προς τη σύγκρισή του με άλλους ηγέτες.
Ταυτόχρονα όμως επωμίστηκε το ρίσκο της κρίσης και της σταθερότητας. Γιατί πια ξέρουμε: Οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν την Άνοιξη του 2023 και εννέα- δέκα μήνες είναι πολύς χρόνος στην Πολιτική. Κατ’ ουσίαν το δίλημμα ήταν: Εκλογές τώρα και αντιμετώπιση μετά του «βαρύ Χειμώνα» ή πρώτα διαχείριση των δύσκολων επόμενων μηνών και εκλογές την Άνοιξη, με την ελπίδα ότι η περίοδος αυτή, μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποδειχθεί κομβική στιγμή και η χώρα να γυρίσει σελίδα.
Έδωσε τη δεύτερη απάντηση, θεωρώντας ότι θα ήταν ανεύθυνο να ανοίξει την πόρτα ενός καθαρού εκλογικού τριμήνου στην διάρκεια του οποίου θα μπορούσαν να συμβούν πολύ σοβαρές εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, στον πόλεμο και στην ενεργειακή – οικονομική κρίση με μια υπηρεσιακή κυβέρνηση στο τιμόνι της χώρας
Το ρίσκο όμως είναι ρίσκο. Η πανδημία μπορεί να μας ξαφνιάσει ξανά. Ο τυχοδιωκτισμός και η επιθετικότητα του Ερντογάν ενδέχεται να οδηγήσει σε ενέργειες πολύ πιο επικίνδυνες απ ότι η επιθετική ρητορική. Πριν απ’ όλα όμως είναι η οικονομία, ο κίνδυνος να φρενάρει η ανάπτυξη στην Ευρώπη και να υπάρχουν σοβαρές παρενέργειες στην ανάπτυξη της χώρας ενώ οξύνεται η ενεργειακή – οικονομική κρίση και το κύμα της ακρίβειας, του πληθωρισμού σηκώνεται ακόμα πιο ψηλά απειλώντας το λαϊκό εισόδημα και δημιουργώντας προβλήματα στην κοινωνική συνοχή. Αυτοί οι παράγοντες μαζί με τον ΑΓΝΩΣΤΟ Χ, κάτι δηλαδή απρόοπτο θα καθορίσουν και το πλαίσιο των επομένων εκλογών.
Πώς εισέρχεται σε αυτό το κρίσιμο δεκάμηνο ο Κ.Μητσοτάκης και η κυβέρνηση; Με αυξημένο κύρος του Πρωθυπουργού, με 8%-10% δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δεν φαίνεται να διαθέτει κάποια ιδιαίτερη δυναμική και με μια τριετή πορεία διαχείρισης συνεχών κρίσεων, που κρίνεται παρά τα όποια προβλήματα και τις ολιγωρίες, γενικά μάλλον θετικά από την κοινή γνώμη.
Το δείχνει το προβάδισμα και τα χαμηλά ποσοστά που συγκεντρώνει το δημοσκοπικό ερώτημα «αν αυτά τα προβλήματα θα τα χειρίζονταν καλύτερα μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ». Αρκούν αυτά; Σαφέστατα όχι, αν και αντικειμενικά δίνουν μια καλή αφετηρία.
Το κύριο πρόβλημα είναι αν μπορούν να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που θα εμφανιστούν. Το μέγεθος των προβλημάτων θα κρίνει πολλά. Όμως κατ΄ουσίαν θα κριθεί αν η Ανάπτυξη σ’ αυτό το δύσκολο διάστημα θα είναι δυνατόν να φέρει πόρους που θα μπορούν να διανεμηθούν στην κοινωνία η οποία μπορεί να βρεθεί μπροστά σε πολύ δύσκολες περιπτώσεις.
Στο σημείο αυτό βρίσκεται το «μυστικό» και μια κυβέρνηση που έχει μοιράσει πάνω από 50 δισ. ευρώ στα χρόνια του κορονοϊού και την περίοδο της ενεργειακής – οικονομικής κρίσης, μάλλον το γνωρίζει. Δεν είναι τυχαίο, ότι η αντιπολίτευση που έλεγε «μοίρασε κι άλλα, αυτά δεν αρκούν», τώρα ανακαλύπτει ότι μοιράστηκαν μάλλον πολλά, χωρίς να προσδιορίζει ποια θα μπορούσαν να κοπούν.
Το θέμα είναι να μπορεί να μπορεί να μοιράσει κι άλλα μια κυβέρνηση, γιατί καμία φορά το ύψος ενός τσουνάμι αποδεικνύεται τελικά πολύ ψηλότερο. Μαζί με τα τυχόν έκτακτα μέτρα ενίσχυσης από την Ε.Ε – αυτή τη φορά όχι γιατί φοβούνται περισσότερο οι «μικροί», αλλά οι μεγάλοι όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία- η κυβέρνηση μπορεί να προσθέσει πρόσθετους πόρους για την ανθεκτικότητα της οικονομίας και την προστασία ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων.
Κι όλα αυτά, την ίδια περίοδο που θα αρχίζει να γίνεται πιο ορατή η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η κυβέρνηση έχει προχωρήσει τη διαχειριστική δουλειά της προετοιμασίας για το «Ελλάδα 2.0» και λογικά ξεκινάει η κρίσιμη φάση της υλοποίησης πολλών projects, έργων και πρωτοβουλιών. Αυτά τα όπλα και η ένταση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας μπορεί να δημιουργούν όρους προστασίας του κυβερνητικού σήμερα πλεονεκτήματος παρόλο τον «βαρύ Χειμώνα». Και μην ξεχνάμε. Το 2023 θα μπει με δύο σημαντικά μέτρα: Την αύξηση όλων των συντάξεων μετά από δώδεκα χρόνια και την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης.
Και η αντιπολίτευση; Αντικειμενικά αγοράζει χρόνο. Το θέμα είναι πως θα τον αξιοποιήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει να μειώσει αισθητά την διαφορά από τη Ν.Δ. Ακόμα και όταν αυτή έπεφτε στο 8%-8.5% κατά το διάστημα Ιανουάριος 2021- Απρίλιος 2022. Παραμένει σταθερά προσηλωμένος σε μια ισοπεδωτική, λαϊκίστικη αντιπολίτευση που δεν πείθει.
Ξεχνάει ότι έχει πια ιστορία ως αντιπολίτευση που υποσχόταν κατάργηση των μνημονίων με ένα άρθρο και ένα νόμο, αλλά και ως κυβέρνηση που έφερε ένα 3ο βαρύ μνημόνιο, ενώ διακρίθηκε στην επιβολή φόρων. Δεν είναι πια το νεανικό αντισυστημικό ρεύμα που θα έφερνε τα πάνω κάτω. Είναι μια δύναμη που δείχνει μια αδυναμία αναπροσαρμογών στον πολιτικό, προγραμματικό λόγο του, έχοντας πάρει διαζύγιο με τη μεσαία τάξη που δείχνει να μην τον εμπιστεύεται.
Ας σημειωθεί, ότι σε μια περίοδο που σε όλη την Ευρώπη αναδεικνύεται ο κίνδυνος επιστροφής του λαϊκισμού, αυτά που έζησαν οι Έλληνες την προηγούμενη δεκαετία λειτουργούν ως εμβόλιο προστασίας από αυτόν αν και τα εμβόλια ενίοτε δεν αρκούν. Το σίγουρο είναι ότι αν η αντιπολίτευση επιδιώξει να παίξει με την αγωνία και τις δυσκολίες της κοινωνίας, με «μαγικές λύσεις», με οξύτητα, χωρίς πειστικές εναλλακτικές λύσεις, αντί να καταφέρνει να δημιουργεί όρους αλλαγής, θα βρίσκεται όλο και σε μεγαλύτερη απόσταση από την κοινωνία.
Άλλωστε όταν υπάρχουν μεγάλες κρίσεις οι πολίτες ενισχύουν αυτούς που δείχνουν ότι μπορούν να εγγυηθούν τη σταθερότητα, τη σοβαρότητα των λύσεων, την προστασία της κοινωνίας και όχι όσους λένε εύκολα λόγια. Επιπλέον, αν είναι να τονωθεί ο λαϊκισμός αυτό μπορεί να εκφραστεί και από άλλες δυνάμεις, που δεν έχουν φθαρεί, δεν έχουν κυβερνήσει και δεν έχουν δείξει την αδυναμία τους να διαχειριστούν τις υποθέσεις της χώρας ειδικά σε τόσο κρίσιμες καταστάσεις.
Αυτή είναι και η πρόκληση για το ΠΑΣΟΚ. Στο νέο τοπίο που δημιουργείται, πρέπει να δείξει με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια ότι διαθέτει σύγχρονες, ρεαλιστικές εναλλακτικές προτάσεις, μεταρρυθμιστικό λόγο και ότι είναι δύναμη εθνικής ευθύνης. Έχει ζωτικό κοινωνικό και πολιτικό χώρο και μπορεί να εισπράξει με αυτές όμως τις προϋποθέσεις. Αν στο κλίμα που θα διαμορφώνεται δείξει ροπή προς τη γενικολογία ή έστω σε ένα πιο ήπιο από το ΣΥΡΙΖΑ λόγο, αλλά ωστόσο λαϊκίστικο, θα αντιμετωπίσει προβλήματα.
Η αποσαφήνιση του τοπίου από την άποψη του χρόνου των εκλογών, προσδίδει ένα νέο ενδιαφέρον στις πολιτικές διεργασίες και τις στρατηγικές των κομμάτων. Το επόμενο διάστημα θα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και πιθανά εκπλήξεις. Και ας μη ξεχνάμε βέβαια πως «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, οι Θεοί γελάνε».
* Ο Ζαχαρίας Ζούπης είναι Διευθυντής Ερευνών της OPINION POLL, Πολιτικός Αναλυτής
Δημοσιεύθηκε στο liberal.gr