της Μαρίας Παναγιώτου
Επέρχονται σημαντικές τροποποιήσεις για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα καθότι, κρίθηκε αναγκαίο, ένα αυστηρότερο πλαίσιο διαχείρισης και εφαρμογής μέτρων προστασίας των θυμάτων.
Σκοπός των τροποποιήσεων είναι η θέσπιση νέων διατάξεων που συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της εξ οικείων βίας, αδικημάτων που αφορούν τη γενετήσια εκμετάλλευση γυναικών, παιδιών και ευάλωτων ατόμων, καθώς και της τέλεσης των ανωτέρω εγκλημάτων στον χώρο της πληροφορικής, δηλαδή του διαδικτύου / μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Παρενοχλητική κυβερνοπαρακολούθηση – Τροποποίηση άρθρου 333 Ποινικού Κώδικα.
(άρθρο 6 της Οδηγίας 2024/1385)
- Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή. Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία με την επίμονη καταδίωξη ή παρακολούθηση των κινήσεων και των δραστηριοτήτων του, όπως ιδίως με την επιδίωξη διαρκούς επαφής με τη χρήση τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού μέσου ή με επανειλημμένες επισκέψεις στο οικογενειακό, κοινωνικό ή εργασιακό περιβάλλον αυτού, παρά την εκφρασμένη αντίθετη βούλησή του τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως δύο (2) έτη.
- Με την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων, αν η πράξη της παρ. 1 τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία (3) έτη.
- Για την ποινική δίωξη της πράξης της παρ. 1 απαιτείται έγκληση.
Κυβερνοπαρενόχληση – Προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 337 του Ποινικού Κώδικα
(περ. γ άρθρου 7 της Οδηγίας 2024/1385)
Στο άρθρο 337 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95), περί προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, προστίθεται παρ. 5 και το άρθρο 337 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 337
Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας
- Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, εκτός αν ο παθών είναι ανήλικος.
- Με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της προηγουμένης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των δώδεκα (12) ετών.
- Ενήλικος, ο οποίος μέσω διαδικτύου ή άλλων μέσων ή τεχνολογιών πληροφορικής αποκτά επαφή με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε τα δέκα πέντε (15) έτη και με χειρονομίες ή προτάσεις, προσβάλλει την τιμή του ανηλίκου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών. Αν επακολούθησε συνάντηση ο ενήλικος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών.
- Όποιος προβαίνει σε χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα ή διατυπώνει προτάσεις για τέλεση γενετήσιων πράξεων σε πρόσωπο που εξαρτάται εργασιακά από αυτόν ή εκμεταλλευόμενος τη θέση προσώπου που έχει ενταχθεί σε διαδικασία αναζήτησης θέσης εργασίας, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη.
- Όποιος κοινοποιεί ή αποστέλλει σε άλλον, χωρίς τη συναίνεσή του, με οποιονδήποτε τρόπο ή με τη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και επικοινωνιών, πραγματική ή σχεδιασμένη εικόνα ή οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό αποτυπωμένο σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα, που απεικονίζει γεννητικά όργανα, κατά τρόπο που δύναται να προκαλέσει φόβο, ανησυχία ή ψυχολογική βλάβη στο πρόσωπο που λαμβάνει το υλικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη. Αν το αδίκημα του προηγούμενου εδαφίου διαπράχθηκε κατά προσώπου που φέρει την ιδιότητα δημόσιου εκπροσώπου, δημοσιογράφου ή υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ο δράστης τελεί σε ιεραρχική σχέση ή σχέση εξάρτησης με το θύμα, συντρέχει ιδιαίτερη επιβαρυντική περίσταση.».
Άρθρο 9
Διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια – Προσθήκη παρ. 2Α στο άρθρο 184 του Ποινικού Κώδικα
(περ. δ άρθρου 7 της Οδηγίας 2024/1385)
Στο άρθρο 184 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019 Α’ 95), περί διέγερσης σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια, μετά την παρ. 2, προστίθεται παρ. 2Α ως εξής:
«2Α. Όποιος με τη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και επικοινωνιών διαθέτει στο κοινό υλικό που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα άλλου προσώπου, χωρίς τη συγκατάθεσή του, με σκοπό την υποκίνηση άλλων ατόμων να του προκαλέσουν σωματική ή ψυχολογική βλάβη τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως τριών (3) ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.».
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ, ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΠΕΡΙΘΑΛΨΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ
Άρθρο 10
Διαδικασία υποβολής καταγγελίας βίας κατά των γυναικών ή εξ οικείων βίας
(άρθρο 14 της Οδηγίας 2024/1385)
- Η καταγγελία για τα εγκλήματα του άρθρου 13 μπορεί να υποβάλλεται πέρα από τα οριζόμενα στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προφορικά μέσω τηλεφώνου ή άλλων συστημάτων φωνητικών μηνυμάτων ή μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, προσβάσιμης και σε άτομα με αναπηρία, στην αρμόδια υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.). Σε κάθε περίπτωση, ο καταγγέλλων έχει δικαίωμα να λάβει αντίγραφο της καταγγελίας του, παροχή βοήθειας πρόσφορης και ανάλογης με την ηλικία του, συμπεριλαμβανομένης και της αναγκαίας γλωσσικής βοήθειας, η οποία περιλαμβάνει τη δωρεάν μετάφραση του έγγραφου αποδεικτικού της καταγγελίας του και κάθε πρόσφορο μέσο υποβολής αποδεικτικών στοιχείων.
- Η αρμόδια υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. προβαίνει:
α) στην άμεση διερεύνηση του περιεχομένου της αναφοράς, ενεργώντας σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 245 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, A’ 96) και λαμβάνοντας τα προβλεπόμενα στον νόμο μέτρα για την προστασία του θύματος και την πρόσβασή του σε νομική συνδρομή με την τήρηση των υποχρεώσεων εχεμύθειας του άρθρου 20 του ν. 3500/2006 (Α’ 232),
β) στην ενημέρωση και υποβολή του προανακριτικού υλικού στον αρμόδιο εισαγγελέα μετά την ολοκλήρωση της αυτεπάγγελτης προανάκρισης.
- Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Προστασίας του Πολίτη και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, προσδιορίζονται οι όροι σύστασης και λειτουργίας της τηλεφωνικής γραμμής και της ηλεκτρονικής πλατφόρμας υποβολής καταγγελιών της παρ. 1.
Άρθρο 11
Κοινωνική συμπαράσταση- υποχρεώσεις επαγγελματιών, ατομική αξιολόγηση θυμάτων και διαχείριση της δευτερογενούς θυματοποίησης
(άρθρα 14, 16, 17, 18, 25, 26, 27 και 30 της Οδηγίας 2024/1385)
Τα άρθρα 21, 23 και 23Α του ν. 3500/2006 (Α’ 232), περί της υποχρέωσης κοινωνικής συμπαράστασης στα θύματα, της υποχρέωσης και της ενθάρρυνσης καταγγελίας των επαγγελματιών, της ατομικής αξιολόγησης των θυμάτων και της διαχείρισης του κινδύνου επανάληψης της βίας και δευτερογενούς θυματοποίησης τους, και ο ν. 3811/2009 (Α’ 231), περί της διαδικασίας αποζημίωσης του θύματος από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης, εφαρμόζονται αναλόγως για κάθε αδίκημα βίας κατά των γυναικών ή εξ οικείων βίας σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος.
Άρθρο 12
Μέτρα για την αφαίρεση ορισμένου διαδικτυακού υλικού
(άρθρο 23 της Οδηγίας 2024/1385)
- Με πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών, μπορεί να διατάσσεται, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η αφαίρεση από τον διαχειριστή της ή τον πάροχο φιλοξενίας του περιεχομένου ιστοσελίδας που φιλοξενείται στην Ελλάδα και το οποίο εμπίπτει στις αξιόποινες πράξεις της παρ. 2Α του άρθρου 184 περί διέγερσης σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 333 περί παρενοχλητικής κυβερνοπαρακολούθησης, της παρ. 5 του άρθρου 337 περί κυβερνοπαρενόχλησης και του άρθρου 346 του Ποινικού Κώδικα περί εκδικητικής πορνογραφίας , καθώς και της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 927/1979 (Α’ 139) όταν αφορά εκ προθέσεως υποκίνηση βίας ή μίσους κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση το φύλο, από τον διαχειριστή της ή τον πάροχο φιλοξενίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των ανωτέρω προσώπων εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από την κοινοποίηση της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου, διακόπτεται από τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο (ISPs) η πρόσβαση στη διεύθυνση διαδικτυακού πρωτοκόλλου (IP address) ή στο όνομα χώρου (domain name). Η διάταξη κοινοποιείται στον διαχειριστή της ιστοσελίδας, εφόσον έχει εντοπισθεί, και στους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο μέσω της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.), η οποία ζητά την άμεση εφαρμογή τους και την ενημέρωση των χρηστών. Ως πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο νοούνται οι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Παρόχων Δικτύων και Υπηρεσιών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών, που τηρεί η Ε.Ε.Τ.Τ., σύμφωνα με την περ. (κδ) του άρθρου 12 του ν. 4070/2012 (Α’ 82).
- Σε κάθε περίπτωση, ο διαχειριστής της ιστοσελίδας μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου εισαγγελέα εφετών, εντός προθεσμίας ενός (1) μήνα από την κοινοποίησή της. Στην περίπτωση άσκησης της προσφυγής του πρώτου εδαφίου, ο εισαγγελέας εφετών αποφαίνεται εντός τριών (3) ημερών.
ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ (Ν. 3500/2006).
Άρθρο 13
Απειλή μέσω επίμονης καταδίωξης ή αθέμιτης παρακολούθησης μέλους οικογένειας – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 7 ν. 3500/2006
(άρθρο 6 της Οδηγίας 2024/1385)
Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3500/2006 (Α’ 232), περί της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας και απειλής, προστίθενται οι λέξεις «ή τελεί την πράξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 333 του Ποινικού Κώδικα, περί απειλής, σε βάρος άλλου μέλους της οικογένειας,» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας απειλώντας το με κάθε μορφή βίας ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση. Όποιος τελεί την αξιόποινη πράξη του πρώτου εδαφίου ενώπιον ανηλίκου ή τελεί την πράξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 333 του Ποινικού Κώδικα, περί απειλής, σε βάρος άλλου μέλους της οικογένειας, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών.».
Άρθρο 14
Ειδικές ρυθμίσεις για την προδικασία, τη λήψη προληπτικών μέτρων και μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, την αρμοδιότητα, την παραπομπή, την εκδίκαση και την εκτέλεση της ποινής επί αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας – Προσθήκη άρθρου 10A στον ν. 3500/2006
(άρθρο 19 της Οδηγίας 2024/1385)
Στο Κεφάλαιο Γ’ του ν. 3500/2006 (Α’232), περί ποινικών διατάξεων, μετά από το άρθρο 10, προστίθεται άρθρο 10Α ως εξής:
«Άρθρο 10Α
Ειδικές διατάξεις
- Αν τα εγκλήματα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 1 έχουν τελεστεί από υπότροπο, τα όρια της ποινής αυξάνονται σύμφωνα με το άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95). Υπότροπος θεωρείται όποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα: α) σε βαθμό πλημμελήματος μέσα στην προηγούμενη πενταετία από τον χρόνο τέλεσης της πράξης, για αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας ανεξαρτήτως ύψους ποινής ή για αδίκημα βίας σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και β) για τα αδικήματα της περ. α) όταν έχουν τελεστεί σε βαθμό κακουργήματος μέσα στην προηγούμενη δεκαετία από τον χρόνο τέλεσης της πράξης.
- Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων που εμπίπτουν στον παρόντα νόμο, η ανώτερη των δύο (2) ετών στερητική της ελευθερίας ποινή, δεν μετατρέπεται και δεν αναστέλλεται με κανέναν τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ. Περιοριστικοί όροι που αποσκοπούν στην προστασία του θύματος, και ιδίως η απαγόρευση προσέγγισης και κάθε είδους επικοινωνίας με το θύμα και άτομα του συγγενικού του περιβάλλοντος, μπορούν να επιβληθούν από το δικαστήριο και ως παρεπόμενη ποινή με τη δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης, στην οποία καθορίζεται και η διάρκειά τους. Η εκτέλεση της παρεπόμενης ποινής δεν αναστέλλεται.
- Στα κακουργήματα, και σε όσα πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, επιβάλλεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96) και τον παρόντα νόμο, κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή, εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι δεν επαρκεί ούτε αυτός, προσωρινή κράτηση, όταν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης και την εν γένει προσωπικότητα του κατηγορουμένου κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν να διαπράξει και άλλα εγκλήματα και ιδίως όταν η πράξη τελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα ή κατά συρροή ή κατ’ εξακολούθηση ή καθ’ υποτροπή κατά την έννοια του παρόντος νόμου ή όταν προκύπτει σκοπός φυγής αυτού με βάση τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 286 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή όταν δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή όταν παραβίασε τους τεθέντες περιοριστικούς όρους. Στα πλημμελήματα το ανώτατο όριο των ανωτέρω μέτρων είναι διάρκειας έως έξι (6) μήνες, μη δυνάμενο να παραταθεί, με ενδιάμεσο έλεγχο της διάρκειας αυτών στους τρεις (3) μήνες. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι γενικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιβολή των μέτρων αυτών.
- Για τα αδικήματα του άρθρου 1 ο αρμόδιος εισαγγελέας δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, να παραγγέλλει στις υπηρεσίες των φορέων της γενικής κυβέρνησης της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), την κατά προτεραιότητα και κατά παρέκκλιση οποιασδήποτε ειδικής ή γενικής διάταξης, απόσπαση ή μετάθεση του υπαλλήλου – θύματος ενδοοικογενειακής βίας, σε θέση αντίστοιχη, λαμβανομένων υπόψιν των τυπικών προσόντων που απαιτούνται από τον φορέα υποδοχής. Για την αξιολόγηση του αιτήματος λαμβάνονται υπόψη ιδίως τα χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης, ο κίνδυνος για την ασφάλεια του θύματος, η σωματική και ψυχική υγεία του θύματος και των μελών της οικογένειάς του, οι οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του θύματος, καθώς και η αναγκαιότητα αλλαγής εργασιακού περιβάλλοντος. Για την εφαρμογή της παρούσας απαιτείται προηγούμενη αίτηση του θύματος στην υπηρεσία του, η οποία, αφού επισυναφθεί εισήγηση του φορέα υποδοχής, διαβιβάζεται από αυτή, αμελλητί, στον αρμόδιο εισαγγελέα.
Αν ο φορέας υποδοχής δεν αποστείλει την εισήγησή του εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από τη λήψη του αιτήματος, συνάγεται η συμφωνία του. Η απόσπαση ή μετάθεση του υπαλλήλου που πραγματοποιείται κατόπιν της ανωτέρω εισαγγελικής παραγγελίας υλοποιείται υποχρεωτικά με την έκδοση σχετικής απόφασης από το αρμόδιο όργανο των ανωτέρω φορέων, το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση της εισαγγελικής παραγγελίας. Η απόσπαση ή μετάθεση ισχύει για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους από την εμφάνιση στην υπηρεσία, με δυνατότητα ισόχρονης παράτασης με νεότερη εισαγγελική παραγγελία κατά την ανωτέρω διαδικασία και μέχρι τη συμπλήρωση συνολικά τριών (3) ετών.
- Η προδικασία για τα αδικήματα του παρόντος διεξάγεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο και η εκδίκασή τους προσδιορίζεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. Η διαδικασία του άρθρου 309 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, περί περάτωσης κύριας ανάκρισης, κατ’ εξαίρεση εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις κακουργημάτων του παρόντος νόμου, ανεξαρτήτως του καθ’ ύλη δικαστηρίου παραπομπής.
- Σε κάθε περίπτωση αναβολής της εκδίκασης των αδικημάτων του άρθρου 1 στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 417 έως 427 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αν ο χρόνος αναβολής δεν υπερβαίνει τις τρεις (3) ημέρες, και για λόγους ανωτέρας βίας τις πέντε (5), η κράτηση διατηρείται, εκτός αν το δικαστήριο, αφού ακούσει και το θύμα, κρίνει αιτιολογημένα ότι δεν συντρέχει κίνδυνος τέλεσης νέων αδικημάτων.
- Οι διατάξεις που αφορούν τα πρόσωπα της περ. δ) του άρθρου 110 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν εφαρμόζονται για τα αδικήματα του παρόντος, οι δε δράστες αυτών δεν εξαιρούνται από την αυτόφωρη διαδικασία.
- Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 135 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, περί μη παραπομπής σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο, εφαρμόζεται και για όλα τα αυτόφωρα εγκλήματα του παρόντος.
- Ο εισαγγελέας πρωτοδικών που επιλαμβάνεται καταγγελίας για ενδοοικογενειακή βία εξετάζει άμεσα και αυτεπαγγέλτως την περίπτωση εφαρμογής του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 1532 του Αστικού Κώδικα, περί συνεπειών κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, και, αν κρίνει ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του, προβαίνει σε σχετική σημείωση στο σώμα της δικογραφίας.».
Άρθρο 15
Ένταξη της αναγνώρισης βασικών περιστατικών της υπόθεσης και της υποχρέωσης κάλυψης άμεσων οικονομικών αναγκών στους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης- Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 11 ν. 3500/2006
Στην παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 3500/2006 (Α’ 232), περί των προϋποθέσεων της ποινικής διαμεσολάβησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο εισαγωγικό εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «αναγνωρίζει τα βασικά περιστατικά της υπόθεσης και», β) στο πρώτο εδάφιο της περ. γ), προστίθενται οι λέξεις «καθώς επίσης και αποζημίωση για την κάλυψη των άμεσων αναγκών αυτού» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Προϋπόθεση για την έναρξη της Διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης είναι η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, ότι αναγνωρίζει τα βασικά περιστατικά της υπόθεσης και είναι πρόθυμο σωρευτικά:
α) Να υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας (λόγος τιμής) και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει το θύμα. Για την υπόσχεση αυτή συντάσσεται έκθεση κατά τα άρθρα 148 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
β) Να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό – θεραπευτικό πρόγραμμα ή πρόγραμμα απεξάρτησης για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα ή σε ιδιωτικό φορέα που εποπτεύεται από τα Υπουργεία Εσωτερικών, Υγείας ή Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, σε όποιον τόπο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους αρμόδιους θεραπευτές. Ο υπεύθυνος του προγράμματος πιστοποιεί την ολοκλήρωση της παρακολούθησής του. Το σχετικό πιστοποιητικό επισυνάπτεται στον φάκελο της δικογραφίας. Αναφέρονται δε σε αυτό, αναλυτικά, το αντικείμενο του συμβουλευτικού – θεραπευτικού προγράμματος ή του προγράμματος απεξάρτησης και ο αριθμός των συνεδριών που παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της παρακολούθησης του προγράμματος εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 13.
γ) Να άρει ή να αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα, καθώς επίσης και αποζημίωση για την κάλυψη των άμεσων αναγκών αυτού. Αν αποδεδειγμένα προκύπτει, πως τόσο το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, όσο και το θύμα βρίσκονται σε πρόδηλη οικονομική αδυναμία, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να αποζημιωθεί το θύμα σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο και υφίσταται η ανάγκη μετεγκατάστασης του θύματος και των ανήλικων τέκνων του σε ασφαλές περιβάλλον και κάλυψης βασικών βιοτικών αναγκών τους, προβλέπεται η καταβολή εφάπαξ ποσού αποζημίωσης προς το θύμα, η οποία καταβάλλεται δίχως καθυστέρηση από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης του άρθρου 1 του ν. 3811/2009 (Α’ 231) κατόπιν αίτησης του θύματος με αναλογική εφαρμογή του ανωτέρου νόμου. Η περ. δ’ του άρθρου 9 του ν. 3811/2009, περί κατάχρησης δικαιώματος, εφαρμόζεται αναλόγως. Το Ελληνικό Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα του αποζημιωθέντος θύματος σε βάρος του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, μέχρι το ύψος του καταβληθέντος ποσού, την είσπραξη του οποίου επιδιώκει σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α’ 190). Η αποζημίωση του θύματος από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, δεν θίγει το δικαίωμα αποζημίωσής του από το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 του Αστικού Κώδικα.
δ) Να προβεί σε κάθε άλλη ενέργεια αποκατάστασης ή μεταμέλειας που προτείνει το θύμα».
Άρθρο 16
Απόρριψη συμφωνίας διαμεσολάβησης με αιτιολογημένη διάταξη του εισαγγελέα – Κριτήρια απόρριψης και δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του εισαγγελέα εφετών – Τροποποίηση παρ. 5, 6, 7 και προσθήκη παρ. 5Α στο άρθρο 12 του ν. 3500/2006
- Στην παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 3500/2006 (Α’ 232), περί της διαδικασίας της ποινικής διαμεσολάβησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, β) προστίθενται εδάφια, τέταρτο, πέμπτο και έκτο, και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Αν η απάντηση του παθόντος είναι αρνητική ή αυτός δεν απαντήσει ή δεν επέλθει συμφωνία ως προς τους όρους της περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 11, κινείται η ποινική διαδικασία κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν η απάντηση του παθόντος είναι θετική, ο εισαγγελέας με διάταξή του θέτει τη δικογραφία σε ειδικό αρχείο της εισαγγελίας. Ο εισαγγελέας σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ενόψει του συμφέροντος και των αναγκών του θύματος, δύναται να μην δεχθεί τη συμφωνία των μερών για διαμεσολάβηση, με αιτιολογημένη διάταξή του, λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, κριτήρια, όπως η σοβαρότητα, η σκληρότητα τέλεσης και η κατά συρροή ή καθ’ υποτροπή τέλεση του εγκλήματος, η εξακολουθητική παραβίαση της σωματικής, ψυχολογικής ή γενετήσιας ακεραιότητας του θύματος, ο βαθμός του ψυχικού τραύματος που του προκλήθηκε, οι ανισορροπίες συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ δράστη ή υπόπτου και θύματος, η ηλικία, η ωριμότητα ή η νοητική ικανότητα του τελευταίου, οι κίνδυνοι επανειλημμένης βίας ή σωματικής ή ψυχολογικής βλάβης ή κακοποίησης παιδιών ή χρήσης όπλων, καθώς, επίσης, και η κατάχρηση ναρκωτικών ή αλκοόλ, κατάσταση ψυχικής υγείας ή συμπεριφορά παρενοχλητικής παρακολούθησης από τον δράστη ή τον ύποπτο και εν γένει οποιοιδήποτε ισχυροί παράγοντες, που θα μπορούσαν να μειώσουν την ικανότητα του θύματος για συνειδητή επιλογή ή προδικάζουν αρνητικές συνέπειες σε αυτό. Σε κάθε περίπτωση, για τη διαμόρφωση της κρίσης του εισαγγελέα, διενεργείται προηγούμενη κλήτευση και ακρόαση των μερών, ενώ δύναται να ζητηθεί από αυτόν, συμβουλευτικά, η γνώμη των επιστημόνων που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 18. Το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της πράξης έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της διάταξης του τρίτου εδαφίου στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 52 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αν ο εισαγγελέας εφετών, αφού καλέσει και ακούσει τα μέρη, δεχτεί την προσφυγή, παραγγέλλει τη θέση της δικογραφίας στο ειδικό αρχείο της εισαγγελίας, διαφορετικά την κίνηση της ποινικής διαδικασίας κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και την καταστροφή του σχετικού υλικού με ανάλογη εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 302 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
- Στο άρθρο 12 του ν. 3500/2006, μετά την παρ. 5, προστίθεται παρ. 5Α ως εξής:
«5Α. Ο εισαγγελέας δύναται, ύστερα από αίτημα του θύματος ή και αυτεπαγγέλτως και αφού εξετάσει νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία κατόπιν κλήτευσης και ακρόασης των μερών, να τροποποιήσει τους όρους της διαμεσολάβησης, τάσσοντας νέους όρους σύμφωνα με τα κριτήρια και τη διαδικασία της παρ. 5».
- Στην παρ. 6 του άρθρου 12 του ν. 3500/2006, οι λέξεις «της παρ. 5» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των παρ. 5 και 5Α» και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«6. Αν τα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται η τέλεση της πράξης είναι περισσότερα ή η φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη αφορά περισσότερα θύματα, η δικογραφία χωρίζεται για τα μέρη που συναινούν και λαμβάνει αυτοτελή δικονομική πορεία σύμφωνα με τις επιμέρους διακρίσεις των παρ. 5 και 5Α.
- Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 12 του ν. 3500/2006, οι λέξεις «του δεύτερου εδαφίου» διαγράφονται και η παρ. 7 διαμορφώνεται ως εξής:
«7. Η συμφωνία των διαδίκων μερών για την κατά την παρ. 2 του άρθρου 11 του παρόντος έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης μπορεί να υποβληθεί και με σχετικό πρακτικό εκ μέρους των συνηγόρων τους, στον αρμόδιο εισαγγελέα το αργότερο εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος. Στην τελευταία περίπτωση ο αρμόδιος εισαγγελέας αποσύρει τη δικογραφία από το πινάκιο προκειμένου να λάβουν χώρα οι ενέργειες της παρ. 5 του παρόντος».
Άρθρο 17
Διακοπή της διαμεσολάβησης και καταστροφή υλικού διαμεσολάβησης σε περίπτωση μη ολοκλήρωσής της – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 13 ν. 3500/2006
Στην παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 3500/2006 (Α’ 232), περί των ποινικών συνεπειών της ποινικής διαμεσολάβησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο προστίθενται οι λέξεις «ή η άσκηση ποινικής δίωξης για αδίκημα του παρόντος που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της,», β) προστίθεται τρίτο εδάφιο, και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Η διαπιστούμενη από τον εισαγγελέα υπαίτια μη ολοκλήρωση της ποινικής διαμεσολάβησης ή η άσκηση ποινικής δίωξης για αδίκημα του παρόντος που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της, διακόπτει τη διαδικασία και προκαλεί την αναδρομική άρση των επελθόντων αποτελεσμάτων. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο, η δε ποινική διαδικασία συνεχίζεται κατά τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, χωρίς να επιτρέπεται πλέον η υποβολή νέου αιτήματος για ποινική διαμεσολάβηση. Το σχετικό υλικό καταστρέφεται με ανάλογη εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 302 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί ποινικής συνδιαλλαγής.».
Άρθρο 18
Έκδοση διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων – Τροποποίηση παρ. 1 και προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 18 ν. 3500/2006
- Στην παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3500/2006 (Α’ 232), περί των περιοριστικών όρων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο, μετά τις λέξεις «ξενώνες φιλοξενίας,» προστίθενται οι λέξεις «η απαγόρευση κάθε είδους επικοινωνίας με το θύμα, η παράδοση στην οικεία αστυνομική αρχή όπλων που νόμιμα κατέχει, η ηλεκτρονική του επιτήρηση με τη χρήση τεχνολογίας εντοπισμού θέσης και κίνησης, η εμφάνισή του στο οικείο αστυνομικό τμήμα και η παροχή στοιχείων επικοινωνίας διαθέσιμων στις αρχές ανά πάσα στιγμή,», β) στο δεύτερο εδάφιο προστίθενται οι λέξεις «τα στοιχεία της προσωπικότητας και», γ) στο τρίτο εδάφιο προστίθενται οι λέξεις «στον καθ’ ου, στο θύμα και» και δ) το τέταρτο εδάφιο καταργείται, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν, αν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος, να επιβληθούν στον κατηγορούμενο από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικασθεί ή από τον αρμόδιο ανακριτή, ή από το δικαστικό συμβούλιο ή από τον εισαγγελέα που έχει επιληφθεί σε κάθε δικονομικό στάδιο της υπόθεσης, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, και για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, περιοριστικοί όροι, όπως ιδίως η απομάκρυνσή του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας, η απαγόρευση κάθε είδους επικοινωνίας με το θύμα, η παράδοση στην οικεία αστυνομική αρχή όπλων που νόμιμα κατέχει, η ηλεκτρονική του επιτήρηση με τη χρήση τεχνολογίας εντοπισμού θέσης και κίνησης, η εμφάνισή του στο οικείο αστυνομικό τμήμα και η παροχή στοιχείων επικοινωνίας διαθέσιμων στις αρχές ανά πάσα στιγμή, η συμμετοχή του σε θεραπευτικά ή συμβουλευτικά προγράμματα ή προγράμματα απεξάρτησης. Για την επιβολή περιοριστικών όρων λαμβάνονται υπόψη ιδίως η βαρύτητα και η συχνότητα της πράξης, τα στοιχεία της προσωπικότητας και η επικινδυνότητα του δράστη και η υποτροπή. Απόσπασμα των ανωτέρω αποφάσεων, βουλευμάτων και διατάξεων, που επιβάλλουν περιοριστικούς όρους διαβιβάζεται αυθημερόν στον αρμόδιο για την εκτέλεσή τους Εισαγγελέα και κοινοποιείται αμελλητί στον καθ’ ου, στο θύμα και στις διωκτικές αρχές».
- Στο άρθρο 18 του ν. 3500/2006 προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. Κατά της διάταξης του εισαγγελέα πρωτοδικών που επιβάλλει περιοριστικούς όρους, ο καθ’ ου μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση. Η προθεσμία αυτή και η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλουν την ισχύ της διάταξης. Στο διατακτικό της τελευταίας μνημονεύονται ειδικά το δικαίωμα και η προθεσμία άσκησης προσφυγής. Όποιος παραβιάζει τον περιοριστικό όρο που του έχει επιβληθεί τιμωρείται με φυλάκιση. Το θύμα ενημερώνεται αμελλητί για την παραβίαση του περιοριστικού όρου της προσέγγισης του θύματος από την αρμόδια αστυνομική αρχή, εφόσον έχει περιέλθει σε γνώση της».
Άρθρο 19
Τρόπος εξέτασης των ανηλίκων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας – Κλήση και τρόπος εξέτασης ενηλίκων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας – Τροποποίηση παρ. 2 και προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 19 του ν. 3500/2006
Στο άρθρο 19 του ν. 3500/2006 (Α’ 232), περί της εξέτασης μαρτύρων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2, προστίθεται δεύτερο εδάφιο, β) προστίθεται παρ. 3, και το άρθρο 19 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 19
Εξέταση μαρτύρων
- Σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, μέλη της οικογένειας εξετάζονται ως μάρτυρες χωρίς όρκο.
- Οι ανήλικοι, κατά την εκδίκαση των υποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου, δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, αλλά αναγιγνώσκεται η κατάθεσή τους, εφόσον υπάρχει, εκτός εάν η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία από το δικαστήριο. Ειδικά για τα ανήλικα θύματα ενδοοικογενειακής βίας εφαρμόζεται το άρθρο 227 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
- Το θύμα ενδοοικογενειακής βίας κλητεύεται νόμιμα για μαρτυρία στο δικαστήριο. Αν απουσιάζει και το δικαστήριο κρίνει ότι για λόγους προστασίας της ψυχικής ή σωματικής του υγείας δεν είναι δυνατή η εμφάνισή του, τότε αναγιγνώσκεται η κατάθεσή του κατά την προανάκριση, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 363 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.».
Άρθρο 20
Ένταξη των φαρμακοποιών και των φυσιοθεραπευτών στους επαγγελματίες που έχουν υποχρέωση αναφοράς εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας – Τύπος και διαδικασία αναφοράς – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 23 ν. 3500/2006
Στην παρ. 1 του άρθρου 23 του ν. 3500/2006 (Α’ 232), περί των υποχρεώσεων των επαγγελματιών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο αα) μετά τη λέξη «προπονητής» προστίθεται η λέξη «, φυσικοθεραπευτής», αβ) οι λέξεις «, ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ανηλίκου έγκλημα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ενδείξεις διάπραξης σε βάρος ανηλίκου εγκλήματος», β) το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται, δ) προστίθενται εδάφια, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, μέλος του ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού ή του ειδικού βοηθητικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κοινωνικός λειτουργός, ψυχολόγος, επιμελητής, προπονητής, φυσικοθεραπευτής ή γιατρός που παρέχει τις υπηρεσίες του σε ανήλικο, ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του πληροφορείται ή διαπιστώνει με οποιονδήποτε τρόπο ενδείξεις διάπραξης σε βάρος ανηλίκου εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, υποχρεούται να το αναφέρει αμελλητί στις αρμόδιες διωκτικές αρχές. Την ίδια υποχρέωση έχει ο φαρμακοποιός ή ο φυσικοθεραπευτής που, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, διαπιστώνει ενδείξεις διάπραξης σε βάρος ενηλίκου εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, καθώς, επίσης, και ο ιατρός που διαπιστώνει τέτοιες ενδείξεις, με βάση σοβαρά αντικειμενικά ευρήματα της ιατρικής εξέτασης του ενηλίκου. Η υποχρέωση ισχύει ανεξαρτήτως ύπαρξης επαγγελματικού απορρήτου. Η αναφορά υποβάλλεται εγγράφως ή ηλεκτρονικά ή προφορικά και συντάσσεται σχετική έκθεση. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, μπορεί να υποβληθεί αναφορά τηλεφωνικά, η οποία καταχωρείται σε σχετικό αρχείο της Ελληνικής Αστυνομίας, και ακολούθως υποβάλλεται και κατά το προηγούμενο εδάφιο.».
(άρθρο 11 της Οδηγίας 2024/1385)
- Η τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 3, όταν ο δράστης έχει καταδικασθεί αμετάκλητα στο παρελθόν για ομοειδή εγκλήματα, συνιστά επιβαρυντική περίσταση.
- Για τις αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3500/2006 (Α’ 232), ως μέλη της οικογένειας θεωρούνται τόσο οι παρέχοντες όσο και οι αποδέκτες υπηρεσιών φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας.
- Για τα αδικήματα της παρ. 5 του άρθρου 184, περί διέγερσης σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια, των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 315, περί ακρωτηριασμού γεννητικών οργάνων, της παρ. 3 του άρθρου 330, περί παράνομης βίας – καταναγκασμού σε γάμο, του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 333 περί απειλής, της παρ. 5 του άρθρου 337 περί κυβερνοπαρενόχλησης και του άρθρου 346 περί εκδικητικής πορνογραφίας του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95), οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμα και αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε, μη εφαρμοζόμενων των προϋποθέσεων των παρ. 1 και 3 του άρθρου 6 του Ποινικού Κώδικα.