Ένα σημαντικό πρώτο βήμα για την αναγέννηση του «Περιβαλλοντικού Πάρκου Σχιστού της Αναπλασμένης Χωματερής» πραγματοποιήθηκε, καθώς ξεκίνησε η φύλαξη της έκτασης των 500 στρεμμάτων από την Εκκλησία της Ελλάδος – την ιδιοκτήτρια του χώρου. Η εξέλιξη αυτή ήρθε μετά από επίμονες παρεμβάσεις και εκκλήσεις του δημάρχου Περάματος, Γιάννη Λαγουδάκου, που επί χρόνια διεκδικεί τη διάσωση και ανάπλαση του εγκαταλελειμμένου πάρκου.
Το Πάρκο, που βρίσκεται διοικητικά εντός των ορίων του Δήμου Περάματος, είχε αφεθεί να ρημάζει για πάνω από δύο δεκαετίες, παρά το γεγονός ότι είχε κοστίσει στο ελληνικό Δημόσιο 5 δισεκατομμύρια δραχμές για την αποκατάσταση της παλιάς χωματερής.
Ιστορική παρέμβαση και προοπτική ανάπλασης
Ο κ. Λαγουδάκος ευχαρίστησε δημόσια την Οικονομική Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία προχώρησε σε σύμβαση για τη φύλαξη του χώρου, τονίζοντας πως είναι η πρώτη φορά που υπάρχει τέτοια κινητικότητα εδώ και δεκαετίες. Ο ίδιος κάλεσε τους όμορους δήμους – Κερατσίνι, Νίκαια, Κορυδαλλό, Χαϊδάρι και Πειραιά – να συμπράξουν για να δημιουργηθεί το μεγαλύτερο πάρκο στην ιστορία της Β’ Πειραιά.
«Θα ξαναπροσπαθήσουμε να επαναλειτουργήσουμε το Πάρκο που δεν λειτούργησε ποτέ. Να βάλουμε πάπιες στις λίμνες, παγώνια, πέρδικες και αγριοκούνελα, όπως το είχαμε πριν από 20 χρόνια», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ο δήμαρχος έκανε αναφορά σε αξιοποίηση του χώρου με παιδικές χαρές, γήπεδα, λούνα παρκ, κινηματογράφους και αναψυκτήρια, ενώ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να προκηρυχθούν δημόσιοι διαγωνισμοί για τη συνεργασία με ιδιώτες, με διαφάνεια και κοινωνικό όφελος.
Από τις μακέτες… στην πράξη;
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γιάννης Λαγουδάκος είχε θέσει εξαρχής το Πάρκο Σχιστού στο επίκεντρο της προεκλογικής του δέσμευσης και επιδιώκει τώρα την εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου master plan, ώστε να αποκατασταθεί και να λειτουργήσει επιτέλους το πάρκο, που παραμένει ένας αναξιοποίητος πνεύμονας πρασίνου.
Η έκταση έχει ήδη απεμπλακεί με δικαστική απόφαση από τη διαχείριση του ΕΣΔΝΑ και της Περιφέρειας Αττικής, ανοίγοντας πλέον τον δρόμο για την ουσιαστική παρέμβαση της τοπικής αυτοδιοίκησης και των εμπλεκόμενων φορέων.
Αν τελικά επιτευχθεί η ανάπλαση, η ευρύτερη περιοχή θα αποκτήσει ένα περιβαλλοντικό τοπόσημο, που θα λειτουργήσει ως πηγή αναψυχής και ποιότητας ζωής για χιλιάδες κατοίκους της Β’ Πειραιά – και όχι μόνο.