«Ο άνθρωπος που σακάτεψε την ψυχή μου πριν καν συμπληρώσω τα 15 χρόνια είναι ο μουσικοσυνθέτης Δήμος Μούτσης. Και το λέω γιατί πρέπει να διευκρινίσω ρητά ότι δεν είναι άλλοι εμπνευσμένοι και καταξιωμένοι συνθέτες, όπως ο Ξαρχάκος και ο Μαρκόπουλος, τα ονόματα των οποίων κακώς αναμείχθηκαν από κάποιους. Δεν είχα βεβαίως ποτέ ούτε την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα να προβλέψω ότι θα υπήρχαν τέτοια σχόλια για τους δύο αυτούς λαμπρούς δημιουργούς μας. Είναι σπουδαίοι συνθέτες αλλά και άνθρωποι, τους εκτιμώ και η ίδια απεριόριστα, αλλά και η Ελλάδα ολόκληρη και ο κόσμος, και πάντα στις μουσικές μου παραστάσεις ερμηνεύω τραγούδια τους» λέει στα Νέα η Λυδία Σέρβου.
Απαντώντας σε ερώτηση για το τι θα έλεγε στον άνθρωπο αυτόν εάν τον συναντούσε, σημειώνει: «Φοβάμαι κατ’ αρχάς πως θα με έπιανε και πάλι πανικός, εάν ιδίως ήμουν μόνη μου. Εάν ωστόσο έβρισκα τη δύναμη να ψελλίσω κάτι, θα ήταν ένα μεγάλο κρίμα, για το ταλέντο που του έδωσε ο Θεός και για το αξιόλογο έργο του, που, προσωπικά, δεν μπορώ να το διαχωρίσω από τον άνθρωπο και κανείς νομίζω δεν μπορεί να διαχωρίσει έναν άνθρωπο από τέτοιου είδους απεχθείς πράξεις, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται επαγγελματικά ή κοινωνικά. Η ηθική ενός ανθρώπου συνοδεύει και το έργο του επαγγελματικά. Τον καταξιώνει τον κατακρημνίζει».
Η αρχική καταγγελία της Λυδίας Σέρβου
Προ ημερών η τραγουδίστρια με ανάρτησή της στο Facebook είχε αποκαλύψει με λεπτομέρειες το περιστατικό σεξουαλικής επίθεσης από τον μουσικοσυνθέτη όταν αυτή ήταν 15 ετών και είχε βρεθεί στο σπίτι του για ιδιαίτερα μαθήματα.
Ολόκληρη η ανάρτησή της
«Και ΕΓΩ ΘΥΜΑΜΑΙ τι φορούσα τη μέρα που ΣΑΚΑΤΕΨΕΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ!
Ήταν Φεβρουάριος του 1992 όταν ο πατέρας μου, εφημέριος στην Αγία Μαρινα στο Θησείο τότε, ήρθε σπίτι και μου ανακοίνωσε με χαρά πως γνώρισε έναν συνθέτη – μεγάλο όνομα με τεράστιες επιτυχίες και συνεργασίες- ο οποίος ήθελε να κάνει μια συναυλία στο Αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται πίσω από τον Ιερό Ναό. Ο πατέρας μου λοιπόν γνωρίζοντας την αγάπη μου για τη μουσική και ιδιαίτερα για το τραγούδι, αφού από πολύ μικρή ηλικία είχα δηλώσει ότι θα ασχοληθώ με τον συγκεκριμένο χώρο, ζήτησε από τον μεγαλοσυνθέτη να με ακούσει και να μας πει την γνώμη του. Ο συνθέτης δέχτηκε με μεγάλη χαρά και έδωσε το τηλέφωνο του ( σημ. δεν είχαμε κινητά τότε) για να του τηλεφωνήσω και να κανονίσουμε ραντεβού όπως και έγινε!
Ήμουν δεν ήμουν 15 χρόνων λοιπόν και ξεκινησα για την οδό Πόντου, πίσω από την Μιχαλακοπούλου για το πολυπόθητο ραντεβού χωρίς να ξέρω τι με περιμένει. Χτύπησα το κουδούνι και μπήκα σε ένα σπίτι από εκείνα τα παλιά, με τα κάγκελα στα παράθυρα…! Με υποδέχθηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο και μόλις μπήκα μέσα κλείδωσε την πόρτα. Αμέσως αντέδρασα… «γιατί κλειδώσατε ρώτησα;;»… «από συνήθεια μου λέει… πάντα κλειδώνω». Χαμπάρι εγώ τον πίστεψα. Ανεβαίνουμε σε ένα χώρο σαν σαλόνι με πολλά καβαλέτα, μπογιές, παρτιτούρες, ένα πιανο, ένα βιολι, μια κιθάρα. Χάρηκα εγώ.. σκεφτόμουν τι ωραιααα! Με ρωτάει… «θέλεις ένα τσάι;;; Έναν χυμό;;;» «Ένα ποτήρι νερό σας παρακαλώ του είπα». Έφυγε και πήγε να φέρει υποτίθεται το νερό… και εδώ ξεκινάει το μαρτύριο. Γύρισε ολόγυμνος και άρχισε να με κυνηγάει μέσα στο σαλόνι θέλοντας να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Άρχισα να φωνάζω, να τον παρακαλώ να με αφήσει να φύγω, να του λέω να σεβαστεί τον πατέρα μου αλλά εκείνος ατάραχος συνέχιζε να με κυνηγάει γύρω από την τραπεζαρία και να μου λέει «όσο και να φωνάζεις δεν θα σε ακούσει κανείς».
Το αποτέλεσμα; Να κατσω σε μια άκρη του σαλονιού κουβαριασμένη και να κλαίω και αυτός στην άλλη άκρη, μπροστά σε έναν καθρέφτη αφού αυτό ικανοποιήθηκε, γύρισε με απίστευτο θράσος και μου είπε… « τώρα έλα να μου τραγουδήσεις γιατί χρωστάω μιαν απάντηση στον πατέρα σου». Δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη και το κουράγιο και συνέχισα να τον παρακαλώ να ξεκλειδώσει την πόρτα για να φύγω χωρίς βέβαια να τραγουδήσω. Κάποια στιγμή- ούτε ξέρω πόση ώρα μετά- ξεκλείδωσε αφού βέβαια πρώτα με είχε ξεφτιλίσει ότι είμαι μια άχρηστη, χαζή και χωρίς μυαλό κοπελίτσα που δεν πρόκειται να κανω τίποτα στη ζωή μου. Γιατί μου είπε «αν μου καθόσουν απόψε, αύριο το πρωί θα σου έκανα συμβόλαιο με τη warnermusic». Και βεβαίως κατάφερε να με φοβίσει με χίλιους δυο τρόπους ώστε να μην πω τίποτα σε κανέναν για πολλά χρόνια.
Από τη μια ήταν ο πατέρας μου, ιερέας, τι να πάω να του πω;;; Ότι ο άνθρωπος που εμπιστεύθηκες και με έστειλες να με ακούσει, προσπάθησε να με βιάσει; Φοβόμουν… για την υγεία του, για το πως θα το πάρει, για το αν θα με πιστέψει! …από την άλλη πήγαινα σχολείο στην «ελληνική παιδεία», ακόμα χειρότερα… σε ποιον να μιλήσω και να με πιστέψει.
Θυμάμαι ότι μπήκα σε ένα ταξί κλαίγοντας και του είπα να με αφήσει στο Μαρούσι ώστε να περπατήσω από το Μαρούσι μέχρι την Πευκη για να καταφέρω να βρω μια δικαιολογία να πω στους γονείς μου. Και βρήκα… «είχε παρά πολύ κρύο αυτό το σπίτι και δεν κατάφερα να τραγουδήσω». Αυτό ήταν αρκετό!
Από τότε η ψυχή μου δεν ήταν ποτέ ίδια! Και ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι θα τα καταφέρω μέσα σε αυτό τον χώρο, χωρίς να χρειάζομαι δεκανίκια και χωρίς να θέλω επιβεβαίωση από κανέναν για το αν αξίζω ή όχι! ΑΞΙΖΩ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΡΩ ΕΓΩ και αυτό μου φτάνει! Και έδωσα υπόσχεση ότι δεν θα τραγουδήσω ποτέ δικά του τραγούδια και ας είναι εξαιρετικος δημιουργός και ας έχει συνεργαστεί με τους καλύτερους στιχουργούς, κάτι που έχω κρατήσει 25 χρόνια τώρα που τραγουδάω επαγγελματικά! Και υποσχέθηκα επίσης ότι πάντα θα είμαι δίπλα στους μαθητές μου και θα τους κρατώ το χέρι για να μην βρεθεί ποτέ ένα τέτοιο κτήνος να τους ρημάξει την δική τους ψυχή!
Και εγώ θυμάμαι τι φορούσα εκείνη τη μέρα… και τα πέταξα τα ρούχα… αλλά τις μνήμες δεν μπόρεσα ποτέ να τις πετάξω! Γιατί οι μνήμες είναι που πονάνε!
Δεν λέω το όνομα του επειδή σήμερα είναι 82 χρόνων και αν του συμβεί κάτι με το να δημοσιοποιήσω το ονομά του δεν ξέρω αν μπορώ να το διαχειριστώ!
ΜΙΛΗΣΤΕ… δεν έχει ώρα! Τώρα είναι η ώρα!
Να θυμάστε τους στίχους του Νίκου Γκάτσου
…και μέσα από βροχή κι ανεμοζάλη… το ΦΩΣ μου ακολουθώ κι όπου με βγάλει!!…».