Του Αλέξανδρου Αλεξανδράκη
Η αξιωματική αντιπολίτευση στην χώρα μας απέκτησε ξανά πρακτική αξία, πέραν της θεσμικής που δεδομένα έχει, μετά την εναλλαγή που έγινε λόγω του εσωκομματικού ρήγματος στον ΣΥΡΙΖΑ και την αποχώρηση της πλευράς Κασσελάκη.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής πλέον στην ηγεσία της αντιπολίτευσης, κατέχει την θέση που του αντιστοιχούσε ήδη από πριν στην συνείδηση της κοινωνίας. Το μόνο που άλλαξε λόγω των καταστάσεων στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν το timing και ο τρόπος που ήρθε το status του δεύτερου κόμματος.
Ήδη από το ξεκίνημα της νέας αυτής συνθήκης, ο Νίκος Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ αποδεικνύουν γιατί δικαιωματικά έχουν τον πρώτο λόγο θεσμικά απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η κατάθεση σημαντικών τροπολογιών, αρχικά για την υπαγωγή του νοσηλευτικού προσωπικού στα βαρέα και ανθυγιεινά (το οποίο προσωπικό είχε χορτάσει χειροκροτήματα και υποσχέσεις) και στην συνέχεια για την επιβολή έκτακτης φορολόγησης της τάξης του 5% στα τραπεζικά υπερκέρδη, έδωσαν την κατεύθυνση και το στίγμα για το τι θα ακολουθήσει.
Παράλληλα, η στάση της τέως αξιωματικής αντιπολίτευσης και της νέας ηγεσίας του κ. Σωκράτη Φάμελλου στα ζητήματα αυτά, με την συνέχιση της λαϊκίστικης πολιτικής των προκατόχων του, δείχνουν ότι η χώρα είχε πραγματική ανάγκη από σοβαρή προοδευτική αντιπολίτευση, η οποία με επιχειρήματα και στρατηγική θα “στριμώξει” την κυβέρνηση, όπως το έπραξε ο Νίκος Ανδρουλάκης. Καταγράφοντας δηλαδή νίκες κοινοβουλευτικά, οδηγώντας την κυβέρνηση σε ρόλο άμυνας και εξαναγκάζοντας την να δεχτεί τις προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η Νέα Δημοκρατία είχε συνηθίσει στην αναποτελεσματική, λαϊκιστική και μη συντεταγμένη αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο ήθελε διακαώς ως βασικό αντίπαλο. Αυτό φάνηκε και στις εκλογές του 2019 και του 2023.
Το ΠΑΣΟΚ έχοντας βγει από μια άριστη εσωκομματική διαδικασία, εν αντιθέσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, έθεσε τα θεμέλια μιας νέας πορείας με παραγωγική αντιπολίτευση αλλά και θεμελίωση εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Η πρόταση αυτή άρχισε ήδη να διατυπώνεται κομμάτι- κομμάτι τόσο στην Βουλή, όσο και στην κοινωνία, με τον πρόεδρο και όλα τα πολιτικά στελέχη να βρίσκονται δίπλα στους κοινωνικούς εταίρους, συζητώντας μαζί τους και ακούγοντας προσεκτικά τα λεγόμενά τους.
Τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι λίγο ως πολύ αυτό που θέλει η κυβέρνηση. Ασύντακτα, με λαϊκίστικο πρόταγμα, μονοθεματικά και με προτάσεις βολικές για τους κυβερνώντες. Η πρόταση για παράδειγμα που έγινε από την Νέα Αριστερά για τον κ. Ράμμο ως προς την συζήτηση για την προεδρία της Δημοκρατίας είναι ενδεικτική όλων των παραπάνω. Μια πρόταση με έντονο συμβολικό χαρακτήρα λόγω του θεσμού που εκπροσωπεί το πρόσωπο αυτό (επιτυχημένα), αλλά πέραν τούτου, πολιτικά δίχως να έχει καμία τύχη να περάσει και να φέρει πραγματικά σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση. Αν προσθέσουμε σε αυτό και το άστοχο τάιμινγκ, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν ακόμη περισσότερο για την αποτελεσματικότητα της πρότασης.
Μιας και το συζητάμε, το παραπάνω θέμα έγινε αφορμή για να εκδηλωθούν κάποιες μικροεστίες διαφοροποίησης εντός του ΠΑΣΟΚ, με τους “συνήθεις υπόπτους” που πρωτοστάτησαν στην αμφισβήτηση του προέδρου Νίκου Ανδρουλάκη.
Στην πολιτική ωστόσο, η σημαντικότητα των αποτελεσμάτων στην κάλπη έχει πάντα βαρύνουσα σημασία. Οι δημοκρατικοί πολίτες έδωσαν ηχηρή και καθαρή απάντηση τον Οκτώβριο με την πανηγυρική επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, έπειτα με την επιβράβευση στις δημοσκοπήσεις με την ξεκάθαρη και με απόσταση κατάληψη της δεύτερης θέσης από το ΠΑΣΟΚ, και καταληκτικά με την τυπική ανάληψη του ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το Κίνημα.
Η κατάσταση στην οικονομία, στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον, αλλά εσχάτως και στην Μέση Ανατολή, δείχνουν μια γενικευμένη αστάθεια. Μια αστάθεια που προκλήθηκε τόσο από τις συνέπειες των πολεμικών συγκρούσεων σε Ουκρανία και Παλαιστίνη, αλλά και από την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο των ΗΠΑ & ότι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική της υπερδύναμης.
Σε αυτό το ασταθές περιβάλλον, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελεί εγγύηση σταθερότητας η κυβέρνηση της ΝΔ. Μιας κυβέρνησης μάλιστα πλήρως αποτυχημένης τόσο στην οικονομία, όσο και στα περισσότερα πεδία της ασκούμενης πολιτικής. Μιας κυβέρνησης που είχε την διαχείριση πακτωλού χρημάτων που προέκυψαν λόγω της πανδημίας του COVID-19. Η οποία κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέτυχαν να κάνουν οποιαδήποτε σημαντική μεταρρύθμιση, οποιαδήποτε αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Που δεν ασκεί ούτε καν σοβαρή φιλελεύθερη πολιτική, αλλά επιβάλλοντας μόνο εισπρακτικά μέτρα παίρνοντας επάξια τον ρόλο του “γαλάζιου ΣΥΡΙΖΑ”.
Το ΠΑΣΟΚ-Κινημα Αλλαγής δεν αρκείται στις θετικές δημοσκοπήσεις που το δείχνουν σε ποσοστά της τάξης του 20%. Δεν αρκείται στην οργή της κοινωνίας για την αποτυχημένη κυβερνητική πολιτική. Δεν αρκείται ούτε στο ένδοξο παρελθόν του. Βαδίζει μπροστά αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες, καταθέτοντας προτάσεις και οδηγώντας την συζήτηση στον δημόσιο διάλογο, μετατρέποντας την κυβέρνηση σε κομπάρσο.
Ο δρόμος για την μεγάλη πολιτική αλλαγή έχει ανοίξει διάπλατα. Αυτόν τον δρόμο δεν μπορούν να τον ανακόψουν ούτε τα αντικρουόμενα επιχειρηματικά συμφέροντα που αλλάζουν διαρκώς, ούτε η κυβέρνηση, αλλά ούτε και η υπόλοιπη αντιπολίτευση. Σαφώς όχι η όποια εσωκομματική ισχνή αντιπολίτευση. Ο Νίκος Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ έχουν χρέος απέναντι στην πατρίδα, τον λαό και κυρίως τη νέα γενιά, να βγάλουν “το κάρο από τη λάσπη”. Εκεί όπου βύθισε ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνηση των αδέξιων-δεξιών τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και το κράτος. Το “μαζί” δεν είναι ένα σύνθημα, αλλά πια ένα κοινωνικό αίτημα. Πάμε μαζί λοιπόν με όλους τους Έλληνες.
*Ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης είναι μέλος νομαρχιακής ΠΑΣΟΚ Δυτικής Αθήνας, στέλεχος digital marketing