Γράφει η Σωτηρία Σάκουλα
Αν κάποια πηγή μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη για να μάθουμε το βίο του μεγάλου μας εθνικού ποιητή, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα Γρηγόριου Ξενόπουλου. Συγκεκριμένα το όχι τόσο γνωστό “Ρηγγίνα Λέζα”, σε αυτό υπάρχουν λεπτομέρειες για το πώς οργανώθηκε η επανάσταση αλλά και το πώς γράφτηκε ο Εθνικός μας Ύμνος.
Η ιστορία ξεκινά και κατά κύριο λόγο και διαδραματίζεται στο μαγευτικό και πολιτισμένο νησί της Ζακύνθου. Ο Σολωμός ήταν ένας νέος από καλή οικογένεια του νησιού ο οποίος ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος, μια και ζούσε χρόνια στην Ιταλία, με αποτέλεσμα πολλές φορές να χρησιμοποιεί καλύτερα και περισσότερο την ιταλική από την ελληνική γλώσσα. Θεωρούσε ότι αληθινή ελευθερία δεν υπήρχε παρά μόνο στην Αγγλία, στους άλλους τόπους που κυβερνάει αυτή χαρίζεται μισή ελευθερία, ψεύτικη που δεν διαφέρει πολύ από τη σκλαβιά, ωστόσο η κυβέρνηση αυτή ήταν πολύ ανώτερη από αυτή των Ενετών. Επίσης υπό την αγγλική κατοχή είχαν και πνευματική ανάπτυξη, κάτι που δεν υπήρχε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πίστευε ότι οι Έλληνες θα κάνουν δικό τους βασίλειο ανεξάρτητο, και η αληθινή αποκατάσταση θα έρθει όταν ενωθούν σαν Έλληνες που είναι με την Ελλάδα.
Αν και τον συναντούσες σε σπίτια που γίνονταν πνευματικές αναζητήσεις, ωστόσο έκρυβε και ένα μεγάλο μυστικό, ότι σε ένα ερημικό, παραθαλάσσιο ζακυνθινό σπίτι υπήρχε η ψυχή των πατριωτών που εργάζονταν για τη νίκη, εκεί ήταν το στρατηγείο του μεγάλου Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά, του Αναγνωσταρά, εκεί μαζεύονταν κρυφά και σχεδίαζαν και εκείνος αποτελούσε ένα κομμάτι της ελπίδας που μεγάλωνε σε εκείνο το ευλογημένο σπίτι.
Κάποια στιγμή πήγε στο νησί ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο σημαντικός ιστοριογράφος, πολιτικός και διπλωμάτης, αν και δεν γνώριζε καθόλου το Σολωμό, από τη πρώτη στιγμή η μορφή του Τρικούπη επιβλήθηκε στο Σολωμό. Αλλά και στον Τρικούπη έκανε την ίδια εντύπωση ο νέος Σολωμός. Σ’ αυτόν είδε καθαρά ο Τρικούπης τη σφραγίδα της μεγαλοφυΐας. Τον έπεισε να γράψει για την Ελλάδα, να γίνει ο ποιητής του έθνους που πολεμάει για ν’ ανακτήσει την ελευθερία του. Όμως αν πραγματικά η μητρική του γλώσσα δεν ήταν η ζακυνθινή, ποτέ δεν θα είχε αγαπήσει τόσο πολύ την Ελλάδα, γιατί κανένας δεν την αγάπησε όπως αυτός, και αυτός υπήρξε η ψυχή της ίδιας της Επανάστασης.
Στο νου του Σολωμού, υπήρχε το σπέρμα του « Ύμνου στην Ελευθερία», που έμελλε να φυτρώσει και ο ποιητής ήταν αρκετά προετοιμασμένος για να δεχτεί αυτό το σπέρμα. Η τεράστια επίδραση, σχεδόν υποβολή που είχε πάνω του ο Τρικούπης, ήταν να τον στηρίξει στην απόφαση του και να τον κάνει να γίνει πιο γρήγορα ο ποιητής που χρειαζόταν το Γένος. Είχε πιστέψει ολόψυχα πως αφού σε λίγο θ’ αποκτούσε την πολιτική του ελευθερία, ήταν ανάγκη ν’ αποκτήσει και την πνευματική, κι αισθανόταν μέσα του όλη τη δύναμη να του τη δώσει αυτός, σαν ποιητής γράφοντας στη ζωντανή γλώσσα και δείχνοντας το δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσει το Γένος αυτό, που οι λογιότατοι το κρατούσαν στο σκοτάδι μιας άλλης σκλαβιάς. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα περισσότερα ιστορικά που υπάρχουν στον Ύμνο, ο Σολωμός τα έμαθε, τα είδε μπροστά του ζωντανά από τις διηγήσεις του Τρικούπη.
Ο Ύμνος είναι ποίημα πολιτικής και συγχρόνως λογοτεχνικής παρέμβασης καθώς επιδίωκε να καταδείξει και τις λογοτεχνικές ικανότητες της αναγεννημένης Ελλάδας και της νεοελληνικής γλώσσας. Ουσιαστικός στόχος του ήταν να καλλιεργήσει τη λαϊκή γλώσσα και να δημιουργήσει ένα ποιητικό γλωσσικό όργανο ικανό να εκφράσει εθνικές αλλά και οικουμενικές έννοιες. Το πόσο πέτυχε αυτόν του το στόχο του φαίνεται ήδη από τις δύο πρώτες στροφές, άλλωστε πόσο πιο δυνατά, αληθινά και έντονα συναισθήματα μπορούμε να νιώσουμε;
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,
ποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!