Η ψήφιση υπέρ της άρσης του βέτο από τους Έλληνες ευρωβουλευτές Δημήτρη Τσιόδρα και Κώστα Αρβανίτη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ανοίξει νέο κύκλο συζητήσεων για το κατά πόσο αυτή η επιλογή συνάδει με τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.
Το επίμαχο σημείο της έκθεσης που εγκρίθηκε αναφέρει πως πρέπει να «υπερκεραστούν οι δυσκολίες που προκαλεί η ομοφωνία στο Συμβούλιο», δηλαδή να περιοριστεί η δυνατότητα κάθε κράτους-μέλους να ασκεί βέτο σε αποφάσεις που αφορούν τη διεύρυνση της ΕΕ. Με απλά λόγια, η πρόταση ανοίγει τον δρόμο ώστε η Ένωση να μπορεί να λαμβάνει κρίσιμες αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία, χωρίς να χρειάζεται συμφωνία όλων των χωρών.
Τι σημαίνει η “άρση του βέτο”
Η Ελλάδα παραδοσιακά θεωρεί την ομοφωνία «όπλο» για να υπερασπίζεται τα εθνικά της ζητήματα – κυρίως στα Ελληνοτουρκικά και στις ενταξιακές πορείες χωρών όπως η Τουρκία, η Αλβανία ή η Βόρεια Μακεδονία.
Η άρση του βέτο, όπως προτείνεται, θα μπορούσε να στερήσει αυτό το δικαίωμα, επιτρέποντας στις μεγάλες χώρες της ΕΕ να αποφασίζουν χωρίς να υπολογίζουν τις αντιρρήσεις μικρότερων κρατών.
Γιατί η στάση Τσιόδρα και Αρβανίτη προκαλεί ερωτήματα
Η υπερψήφιση της πρότασης από δύο Έλληνες ευρωβουλευτές δημιουργεί πολιτικά ερωτήματα:
-
Πώς δικαιολογούν τη στάση τους απέναντι σε μια ρύθμιση που δυνητικά αφαιρεί από την Ελλάδα ένα από τα ισχυρότερα διπλωματικά της εργαλεία;
-
Ποιες είναι οι θέσεις των κομμάτων τους για τη συγκεκριμένη αλλαγή στον τρόπο λήψης αποφάσεων της ΕΕ;
Η κυβέρνηση έχει αποφύγει μέχρι στιγμής να σχολιάσει το θέμα, ωστόσο κύκλοι της αντιπολίτευσης ζητούν εξηγήσεις και καθαρές απαντήσεις.
Ένα ερώτημα εθνικής σημασίας
Το δικαίωμα του βέτο δεν είναι τεχνικό ζήτημα· είναι ζήτημα εθνικής κυριαρχίας και διαπραγματευτικής ισχύος. Όταν η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει γείτονες με ανοιχτές διεκδικήσεις, η απώλεια του δικαιώματος να πει «όχι» σε κρίσιμες αποφάσεις δεν μπορεί να περνά απαρατήρητη.



